Τριάκοντα τύραννοι
Οι Τριάκοντα ή Τριάκοντα τύραννοι, όπως είναι σήμερα ευρύτερα γνωστοί, διοίκησαν την Αθήνα για ένα σύντομο διάστημα μετά την ήττα της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και την κατάργηση της δημοκρατίας. Ως εντολοδόχοι των νικητών Σπαρτιατών επέβαλαν ένα σκληρό ολιγαρχικό πολίτευμα και θανάτωσαν μεγάλο αριθμό των πολιτικών τους αντιπάλων.
Μετά την ήττα της Αθήνας από τους Σπαρτιάτες τον Απρίλιο του 404 και την κατεδάφιση των Μακρών Τειχών, η δημοκρατία καταλύθηκε και αντικαταστάθηκε από μια ολιγαρχία. Με την έγκριση του σπαρτιάτη στρατηγού Λύσανδρου επελέγησαν 30 άνδρες για να συντάξουν νέους νόμους. Οι Τριάκοντα ωστόσο διόρισαν μια νέα Βουλή και τις άλλες αρχές, σύμφωνα με τα συμφέροντά τους, και άρχισαν να διοικούν την πόλη επικαλούμενοι έναν κατάλογο 3.000 επιλεγμένων πολιτών, των μόνων που θα είχαν το δικαίωμα να οπλοφορούν. Οι υπόλοιποι Αθηναίοι στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Αμέσως σχεδόν οι Τριάκοντα άρχισαν να καταδικάζουν σε θάνατο σημαντικούς δημοκρατικούς ηγέτες αλλά και απλούς αθηναίους πολίτες και μέτοικους. Κίνητρο για τις διώξεις ήταν και η δήμευση περιουσιών. Λέγεται ότι συνολικώς θανατώθηκαν περίπου 1.500 άνδρες. Για να σωθούν, άλλοι 5.000 κατέφυγαν στη Θήβα άλλους τόπους εξορίας. Στα θύματα των Τριάκοντα περιλαμβάνονταν ο ρήτορας και μέτοικος Λυσίας, που πρόλαβε να αποδράσει, και ο αδελφός του, που θανατώθηκε. Στη βαναυσότητα του πολιτεύματος αντιτάχθηκε ο μετριοπαθής ολιγαρχικός Θηραμένης, που θανατώθηκε ωστόσο κι αυτός από τον Κριτία.
Τον Ιανουάριο του 403, ο δημοκρατικός ηγέτης Θρασύβουλος, που είχε καταφύγει στη Θήβα, κατέλαβε μαζί με 70 άλλους ομοϊδεάτες του ένα οχυρό στη Φυλή και ξεκίνησε τον αγώνα εναντίον της ολιγαρχίας και της σπαρτιατικής φρουράς. Μετά τις πρώτες του επιτυχίες άρχισε να συγκεντρώνει γύρω του και άλλους οπαδούς της δημοκρατίας και σύντομα βρέθηκε να ελέγχει τον Πειραιά. Σε μια κρίσιμη μάχη τον Μάιο του ίδιου έτους σκοτώθηκε ένας εκ των τριάκοντα, ο Κριτίας. Με τη μεσολάβηση του σπαρτιάτη βασιλιά Παυσανία Β΄, οι δύο παρατάξεις ήρθαν σε συμβιβασμό και τον Σεπτέμβριο του 404 η δημοκρατία αποκαταστάθηκε. Όσοι από τους τριάκοντα απέμεναν ζωντανοί και λιγοστοί ακόμα ολιγαρχικοί ηγέτες εκτελέστηκαν. Ορισμένοι οπαδοί της ολιγαρχίας κατέφυγαν στην Ελευσίνα, διατηρώντας εκεί τον έλεγχο για κάποιο διάστημα. Σύντομα ωστόσο υποτάχθηκαν και αυτοί.
Η τελική συμφιλίωση προέβλεπε μια γενική αμνηστία, την οποία οι δημοκρατικοί τήρησαν με τρόπο αξιοθαύμαστο, θέλοντας να σβήσει από την μνήμη τη θλιβερή παρένθεση της ακραίας ολιγαρχίας. Τη χρονιά που επιβλήθηκε, την αποκάλεσε αναρχίαν, δηλαδή χωρίς άρχοντα, εφόσον ο επώνυμος άρχων θεωρήθηκε παράνομος. Αποτιμώντας τα γεγονότα, ο Αριστοτέλης επαίνεσε ιδιαιτέρως τη σύνεση των Αθηναίων οπαδών της δημοκρατίας. Ισχυρίστηκε ότι «συμπεριφέρθηκαν πιο ωραία και πιο ευγενικά από κάθε άλλον λαό εν σχέσει με τις προηγούμενες συμφορές. Όχι μόνο διέγραψαν ολοσχερώς τις κατηγορίες για τα περασμένα, αλλά και απέδωσαν από κοινού τα χρήματα που οι Τριάκοντα είχαν πάρει από τους Λακεδαιμόνιους για τις ανάγκες του (εμφύλιου) πολέμου.» (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 34-40, μτφρ. Αλόης Σιδέρη).
Ο Κριτίας που εμφανίζεται στους πλατωνικούς διαλόγους ενδέχεται να ήταν ένας από τους τριάκοντα, αλλά αυτό δεν είναι σίγουρο. Υπάρχει πιθανότητα να πρόκειται για τον ομώνυμο πάππο του ολιγαρχικού ηγέτη. Ο Σωκράτης πάντως, στην Απολογία που του απέδωσε ο Πλάτων, αναφέρεται με αποστροφή στους Τριάκοντα. Απέχθεια που εκφράζει και ο Πλάτων στη λεγόμενη λεγόμενη Έβδομη επιστολή.