Το συμπόσιο
Το συμπόσιον ως βασικός τρόπος διασκέδασης και κοινωνικής συναναστροφής των πλουσίων Ελλήνων θεσμοθετήθηκε την αρχαϊκή εποχή και διατηρήθηκε έως την ύστερη αρχαιότητα. Ήταν ένας αριστοκρατικός θεσμός με σχετικά σταθερή δομή: τόσο η διάταξη του χώρου, όσο και η ακολουθούμενη εθιμοτυπία ήταν, σε μεγάλο βαθμό, προκαθορισμένα.
Το συμπόσιο θεσπίστηκε και ήκμασε στον ελληνικό κόσμο κατά την αρχαϊκή εποχή και ήταν υπόθεση εύπορων ανδρών. Τα κλασικά χρόνια ήταν ευρύτατα διαδεδομένο στους αριστοκρατικούς κύκλους και συνεχίστηκε την ελληνιστική εποχή.
Οι συμπότες, που σπανίως ξεπερνούσαν τους 30, προσέρχονταν φροντισμένοι και στολισμένοι με άνθη. Ξάπλωναν συνήθως ανά δύο σε ανάκλιντρα τοποθετημένα στις τρεις πλευρές του ανδρώνα, ώστε να έχουν οπτική επαφή. Μπροστά τους βρίσκονταν χαμηλά τραπεζάκια με εδέσματα, ενώ στο κέντρο του χώρου δέσποζε ο κρατήρας, όπου γινόταν η απαραίτητη ανάμειξη του κρασιού με νερό. Τους καλεσμένους φρόντιζαν οικιακοί δούλοι. Θυμιάματα αρωμάτιζαν τον χώρο. Το συμπόσιο ξεκινούσε και ολοκληρωνόταν με ύμνους και τελετουργική επίκληση των θεών, συνεχιζόταν με το δείπνον και ολοκληρωνόταν με τον πότον, το μακροσκελέστερο τμήμα του θεσμού, όπου οι συμμετέχοντες, πίνοντας κρασί, συζητούσαν, τραγουδούσαν, παρακολουθούσαν ακροβασίες κ.τ.λ. Οι συζητήσεις περιστρέφονταν γύρω από θέματα καθημερινά αλλά και πολιτικά, ιστορικά ή φιλοσοφικά. Οι συμμετέχοντες δημιουργούσαν συμμαχίες και κάποτε συνομωτούσαν για την ανατροπή ενός τυράννου ή την εξουδετέρωση ενός πολιτικού ηγέτη. Τα συμπόσια αποτελούσαν αποκλειστικά ανδρική υπόθεση. Οι μόνες αποδεκτές γυναικείες παρουσίες ήταν αυλητρίδες, ορχηστρίδες (χορεύτριες) και ψάλτριες (τραγουδίστριες). Οι σύζυγοι και οι κόρες των πολιτών παρέμεναν κλεισμένες στον γυναικωνίτη.
Το Συμπόσιον του Πλάτωνα είχε οργανώσει ένας βραβευμένος ποιητής ως επινίκιο γλέντι. Ο Σωκράτης προσέρχεται, όπως απαιτούσαν οι καλοί τρόποι, λουσμένος και φορώντας τα σανδάλια του, μολονότι δεν το συνήθιζε, συνοδευόμενος από ένα απρόσκλητο φίλο του. Καταφθάνουν κάπως καθυστερημένοι. Τους υποδέχεται ένας δούλος, τους πλένει τα πόδια και τους οδηγεί στην θέση τους. Από την αριστερή πλευρά κάθεται πρώτος ο οικοδεσπότης. Δειπνούν, κάνουν σπονδές και ψέλνουν ύμνο στον θεό. Ύστερα προχωρούν στην οινοποσία. Υπενθυμίζουν ο ένας στον άλλο ότι, σύμφωνα με την ιατρική επιστήμη, η μέθη κάνει κακό, αν και τελικά πίνουν όσο αντέχει ο καθένας. Κάποια στιγμή διώχνουν την αυλητρίδα και αρχίζουν τη συζήτηση, για την οποία ορίζουν με συμφωνία το θέμα. Καθώς περνά η ώρα, το συμπόσιο γίνεται γνωστό και στην θύρα εμφανίζεται πλήθος απρόσκλητων κωμαστών. Ελπίζουν να γίνουν δεκτοί και αυτοί. Στο τέλος, άλλοι από τους καλεσμένους αποχωρούν και άλλοι αποκοιμούνται στα ανάκλιντρα. Ο Σωκράτης, που έχει πιει περισσότερο από όλους χωρίς να μεθύσει, τους τακτοποιεί και παίρνει τον δρόμο του για να αρχίσει την ημέρα του. Είναι πια πρωί.
Το Συμπόσιον του Ξενοφώντα το οργανώνει ένας πλούσιος Αθηναίος, μετά από παρόρμηση της στιγμής. Ο Σωκράτης και οι άλλοι καλεσμένοι διστάζουν αλλά τελικώς προσέρχονται. Γυμνάζονται, αρωματίζονται, λούζονται, εισέρχονται στην αίθουσα και παίρνουν θέση στα ανάκλιντρα. Ενώ δειπνούν σιωπηλοί, τη θύρα κρούει ένας γελωτοποιός, με την ελπίδα ότι θα τους πει αστεία και θα γίνει δεκτός να φάει και να πιει μαζί τους. Όταν πια οι δούλοι σηκώνουν τα τραπέζια, οι καλεσμένοι κάνουν σπονδές και ψέλνουν έναν παιάνα. Την οργάνωση των θεαμάτων αναλαμβάνει στη συνέχεια ένας συρακούσιος ειδικός, που θα πληρωθεί για τη δουλειά του. Έχει μαζί του μια αυλητρίδα και μια ορχηστρίδα. Η ορχηστρίδα χορεύει και κάνει τούμπες ανάμεσά τους, χωρίς να τραυματιστεί. Οι δούλοι γεμίζουν διαρκώς τα ποτήρια. Ένας νεαρός τραγουδιστής εναρμονίζει τη λύρα του με τον αυλό. Ως κατάληξη προσφέρεται μια παντομίμα. Στο τέλος κάποιοι αποχωρούν για τα σπίτια τους και ο Σωκράτης για έναν περίπατο.