Ιεροκλής
Αλεξανδρινός νεοπλατωνικός φιλόσοφος του 5ου μ.Χ. αι.
Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια, ο Ιεροκλής μαθήτευσε στον νεοπλατωνικό Πλούταρχο τον Αθηναίο και στη συνέχεια συνέδεσε τη ζωή και τη διδασκαλία του με τη γενέτειρά του πόλη, όπου και μάλλον πέθανε λίγο πριν το 490. Υπήρξε σύγχρονος του Συριανού και των κατά τι νεότερών του Πρόκλου και Υπατίας. Ο Δαμάσκιος δίνει μια σύντομη σκιαγραφία των ρητορικών και καθηγητικών του αρετών, ενώ αλλού τον επαινεί για την ανδρεία που επέδειξε στην Κωνσταντινούπολη έναντι των (χριστιανών) κρατούντων και των βασανισμών στους οποίους τον υπέβαλαν, προφανώς στο πλαίσιο διωγμών κατά των εθνικών. Μαθητής του Ιεροκλή υπήρξε ο Αινείας ο Γαζαίος, που αργότερα μετεστράφη στον χριστιανισμό και συνέθεσε τον φιλοσοφικό διάλογο Θεόφραστος, όπου ανέπτυσσε επιχειρήματα κατά της προβιοτῆς της ψυχής, αλλά υπέρ της αθανασίας της.
Μαρτυρούνται δύο μόνον έργα του Ιεροκλή: (1) το σωζόμενο Ὑπόμνημα στα πυθαγόρεια Χρυσᾶ ἔπη, και (2) μια χαμένη πραγματεία σε επτά μέρη ή βιβλία (λόγους) Περὶ προνοίας καὶ εἱμαρμένης καὶ τῆς τοῦ ἐφ’ ἡμῖν πρὸς τὴν θείαν ἡγεμονίαν συντάξεως, της οποίας την γενική δομή και το περιεχόμενο γνωρίζουμε χάρη σε δύο αναλυτικές περιλήψεις του βυζαντινού πατριάρχη Φώτιου (Μυριόβιβλος, κώδικες 214 και 251).
Παλαιότερα η έρευνα είχε την τάση να αναγνωρίζει στον Ιεροκλή έναν φιλόσοφο που είχε παραμείνει προσκολλημένος στην παράδοση του λεγόμενου Μεσοπλατωνισμού, έχοντας ωστόσο εκτεθεί σε επιδράσεις της χριστιανικής θεολογίας του καιρού του. Η νεότερη έρευνα όμως, αρχής γενομένης από την θεμελιώδη μονογραφία της Ilsetraut Hadot (1978), απέδειξε ότι η φιλοσοφία του αποτελεί οργανικό μέρος του μετα-ιαμβλίχειου νεοπλατωνισμού και διαπνέεται από τις αρχές και τις τάσεις του, ιδίως σε ό,τι αφορά τις νεοπυθαγόρειες επιδράσεις, την θεουργία και την φιλοσοφική παιδαγωγική.
Όπως και οι σύγχρονοί του Συριανός και Πρόκλος (και ίσως ήδη ο Ιάμβλιχος), ο Ιεροκλής δεν περιόριζε το ενδιαφέρον του μόνο στη μελέτη της φιλοσοφίας του ίδιου του Πλάτωνα· πεπεισμένος για την βαθιά εσωτερική ενότητα της ελληνικής παράδοσης (που αισθανόταν ίσως την ανάγκη να αντιπαραθέσει σύσσωμη στη χριστιανική απειλή), δεξιωνόταν και όλες εκείνες τις συνιστώσες της που βρίσκονταν σε συμφωνίαν και ὁμοδοξίαν προς τα πλατωνικά δόγματα: τους αρχαίους θεολόγους Ορφέα και Όμηρο, τους προσωκρατικούς (με πρώτο, χωρίς αμφιβολία, τον Πυθαγόρα), και βεβαίως τα θεοπαράδοτα Χαλδαϊκά λόγια και τους ἱερατικοὺς θεσμούς της θεουργίας. Στην ίδια παράδοση ενέτασσε και τον Αριστοτέλη, ακολουθώντας το παράδειγμα του θεοδιδάκτου Αμμωνίου Σακκά, και καταλογίζοντας πλάνη σε όσους τόνιζαν εμφατικά την διαφωνίαν μεταξύ Πλάτωνα και Αριστοτέλη, καθώς ο ίδιος ήταν πεπεισμένος ότι δάσκαλος και μαθητής συμφωνούσαν σε καίρια ζητήματα (αθανασία ψυχής, οὐρανός, θεία πρόνοια). Μετά την μακραίωνη σκεπτικιστική τροπή της Ακαδημίας κατά την ελληνιστική εποχή, η ἱερὰ, όπως την ονόμαζε, γενεά των Πλατωνικών είχε επανέλθει στο προσκήνιο της ιστορίας, αποκαθιστώντας μια νέα αδιάσπαστη συνέχεια, με σημαντικότερους κρίκους στην αλυσίδα τους Αμμώνιο, Πλωτίνο και Ωριγένη, Πορφύριο, Ιάμβλιχο, έως και τον δάσκαλο του Ιεροκλή Πλούταρχο τον Αθηναίο. Είναι σαφές ότι με τον Ιεροκλή η συγκρότηση και προβολή της (νεο)πλατωνικής ταυτότητας έχει φθάσει σε πλήρη ωριμότητα.
Στο γενικότερο κλίμα προσεταιρισμού και αφομοίωσης του πυθαγορισμού στην πλατωνική παράδοση εντάσσεται το υπόμνημα στα Χρυσᾶ ἔπη, των οποίων την ανάγνωση (πιθανώς αποστήθιση) και σε βάθος κατανόηση ο Ιεροκλής θεωρούσε απαραίτητες (όπως ήδη ο Ιάμβλιχος στον Προτρεπτικό του), για την κάθαρση της ψυχής, την καλλιέργεια της αρετής και την ηθική προπαρασκευή των εκκολαπτόμενων νέων φιλοσόφων. Η παλαιική πυθαγόρεια σοφία, συμπυκνωμένη σε λίγους μόνο στίχους, αποτελούσε το μεγαλύτερο εχέγγυο ότι οι πνευματικές ασκήσεις που περιείχαν τα έπη, η βίωση των αρχών τους και η αφομοίωση της αλήθειας τους μπορούσαν, χάρη στην κάθαρσιν του πνευματικού ὀχήματος της ψυχής που προσέφεραν, να αποτελέσουν εφαλτήριο για την πολυπόθητη ἀναγωγήν και την ὁμοίωσιν θεῷ κατὰ τὸ δυνατόν.
Ο Ιεροκλής απηχεί ή αναπτύσσει σημαντικές θέσεις του νεοπλατωνισμού της εποχής του σχετικά με το πνευματικό ὄχημα της ψυχής, την ιεραρχική κλίμακα των αρετών, την εκτός του χρόνου γένεση της ύλης, την προαιώνια δημιουργία του κόσμου από τον θεό δημιουργό χωρίς προϋπάρχουσα ύλη, την θεώρηση της τωρινής ζωής του ανθρώπου ως τιμωρίας για την διαγωγή του κατά τους προηγούμενους βίους του και ως προετοιμασίας για άλλους μελλοντικούς βίους κλπ. Η προσωπική του άποψη σχετικά με το πλατωνικό δόγμα της μετεμψύχωσης είναι ότι η αθάνατη ανθρώπινη ψυχή δεν μπορεί να μεταβαίνει παρά μόνον σε σώματα ανθρώπων και όχι ζώων, δεδομένου ότι τα τελευταία είναι ἄλογα και έχουν θνητή ψυχή. Όσο για το λεπτό και δυσεπίλυτο ζήτημα της θείας πρόνοιας, αφού εκθέσει το νόμο που διέπει την μετεμψυχωτική διαδικασία και τις σύγχρονές του νεοπλατωνικές θεωρίες περί θείας Δίκης (εμπνευσμένες κυρίως από την πραγματεία Περὶ ψυχῆς του Ιαμβλίχου), καταλήγει σε μια θέση που συμβιβάζει την ανθρώπινη ελευθερία με την παντοδυναμία του θείου νοός που διοικεί τον κόσμο.
- Köhler, F. W. Hieroclis In Aureum Pythagoreorum carmen commentarius. Stuttgart, 1974.
- Henry, R. ed. Photius, Bibliothèque τόμ. III + τόμ. VII, codices 214, 242 και 251.. Paris.
- Meunier, M. Pythagore, Les vers d’or – Hiéroclès, Commentaire sur les vers d'or des Pythagoriciens. Paris, 1925.
- Aujoulat, N, Le néoplatonisme alexandrin: Hiéroclès d’Alexandrie. Leiden, 1986.
- Hadot, I. Studies on the Neoplatonist Hierocles. Philadelphia, 2004.
- Macris, C. "Hiéroclès d’Alexandrie." Méla, Ch., Möri, Fr. eds. Alexandrie la Divine τόμ. I. Genève, 2014.
- Schibli, H.S. Hierocles of Alexandria. Oxford, 2002.
- Schibli, H.SGerson, L.P. ed. . The Cambridge History of Philosophy in Late Antiquity, τόμ. 1. Cambridge, 2010.