Συμπόσιο
Δελτίο λήμματος: Διάλογος της λεγόμενης μέσης (ή ώριμης) συγγραφικής περιόδου του Πλάτωνα με θέμα τον έρωτα.
Το Συμπόσιον είναι ένας διάλογος μεικτός. Αυτό σημαίνει ότι παρουσιάζει δύο συζητήσεις και κατά συνέπεια δύο επίπεδα δραματικού χρόνου: α) την ευθεία συζήτηση μεταξύ του Απολλόδωρου και κάποιου ανώνυμου φίλου του, παρουσία και άλλων βωβών προσώπων, που τοποθετείται δραματικά στο τέλος του 5ου αι. (π. 400 π.Χ.), και β) την πλάγια αφήγηση εγκωμίων για τον έρωτα που εκφώνησαν διάφοροι ομιλητές στο πλαίσιο ενός συμποσίου που έλαβε χώρα στο σπίτι του τραγικού ποιητή Αγάθωνα το 416 π.Χ. Ένα τρίτο επίπεδο δραματικού χρόνου εισάγεται από τον πενηντατριάχρονο Σωκράτη ο οποίος, στον δικό του λόγο, εγκιβωτίζει παλαιότερη συζήτηση που είχε με τη Διοτίμα (π. 440-430 π.Χ.).
Στον εισαγωγικό ευθύ διάλογο συζητούν ο Απολλόδωρος, ένας ένθερμος θαυμαστής του Σωκράτη που εμφανίζεται επίσης στον Φαίδωνα και μνημονεύεται στην Απολογία, και ένας ανώνυμος φίλος του (ἑταῖρος). Η συζήτηση ξεκινά απότομα με τον Απολλόδωρο να λέει ότι είναι καλά προετοιμασμένος να απαντήσει στο ερώτημα των συνομιλητών του. Από τη συνέχεια γίνεται σαφές ότι οι φίλοι του ζητούν να μάθουν τι ειπώθηκε για τον έρωτα σε ένα διάσημο συμπόσιο που συνέβη πολλά χρόνια πριν. Ο Απολλόδωρος είναι προετοιμασμένος γιατί δύο μέρες πριν αφηγήθηκε τα γεγονότα εκείνου του συμποσίου στον Γλαύκωνα (τον αδελφό του Πλάτωνα που εμφανίζεται ως ομιλητής στην Πολιτεία). Πληροφοριοδότης του Απολλόδωρου είναι ο Αριστόδημος που ήταν παρών στο συμπόσιο. Τα βασικά σημεία της αφήγησής του ο Απολλόδωρος δηλώνει ότι τα διασταύρωσε με τον ίδιο τον Σωκράτη. Έτσι δημιουργείται ισχυρή η εντύπωση της ιστορικής αληθοφάνειας.
Αφορμή για την κοινή συνεστίαση στο σπίτι του Αγάθωνα το 416 π.Χ. είναι η πρώτη δραματική νίκη του νεαρού τραγικού ποιητή. Οι παρευρισκόμενοι αποφασίζουν να πιούν με μέτρο, λόγω της οινοποσίας στην οποία επιδόθηκαν την προηγουμένη κατά τον δημόσιο εορτασμό της νίκης. Αντί νέας κραιπάλης, τώρα θα εγκωμιάσουν τον παραμελημένο θεό Έρωτα. Οι αγορεύσεις τους διανθίζονται με μικρά δραματικά επεισόδια που ηθογραφούν τους ομιλητές και παρέχουν σύντομες ανάπαυλες στη συνεχή ροή των μονολογικών εγκωμίων.
Ο Φαίδρος (που δίνει το όνομά του στον Φαίδρο), πρώτος ομιλητής και πρόεδρος της συζήτησης (πατὴρ λόγου), επικαλείται την αυθεντία ποιητών και φιλοσόφων για να καταδείξει την παλαιότητα –και συνεπώς μεγάλη δύναμη– του Έρωτα. Υπογραμμίζει, επίσης, τη σχέση του ερωτικού πάθους με την ανδρεία φέρνοντας παραδείγματα από την παραδοσιακή μυθολογία.
Ο Παυσανίας, στη συνέχεια, διακρίνει δύο είδη έρωτα, τον Ουράνιο και τον Πάνδημο, τα οποία συσχετίζει με την πιο εσωτερική (ψυχική ή και πνευματική) και την σαρκικότερη εκδοχή του ερωτικού πάθους, αντιστοίχως. Ο λόγος του εκθέτει μια οιονεί κοινωνιολογία του λεγόμενου “παιδικού” έρωτα (πβ. πλατωνικός έρωτας) με έμφαση στις αντιθετικές προσδοκίες και απαιτήσεις της αθηναϊκής κοινωνίας προς ἐραστὰς και ἐρωμένους, οι οποίες φιλτράρουν το ερωτικό πάθος και ξεχωρίζουν τον γνήσιο έρωτα από τον επιπόλαιο πόθο.
Κατόπιν, ο Ερυξίμαχος, γιατρός και εκπρόσωπος της επιστημονικής θέασης των πραγμάτων, διευρύνει το πεδίο δράσης του έρωτα από την ανθρώπινη κοινωνία στον κόσμο συνολικά. Ο έρωτας είναι μια δύναμη που διαπνέει ολόκληρο το σύμπαν: στη θετική εκδοχή της εναρμονίζει τα αντίθετα στοιχεία, στην αρνητική διαστάσή της προκαλεί έριδες και διαμάχες.
Ο λόγος του κωμικού ποιητή Αριστοφάνη που ακολουθεί είναι ένας φαινομενικά αστείος μύθος για τη γέννηση του ερωτικού πάθους, ο οποίος ωστόσο κρύβει μια πολύ σημαντική ιδέα: ο έρωτας είναι κατ’ ουσίαν διακαής πόθος πληρότητας και βασανιστική επιθυμία για επανεύρεση της χαμένης ολότητας των απαρχών (191d, 192e).
Ο οικοδεσπότης Αγάθων, στη συνέχεια, εκθέτει ένα άψογα δομημένο και υφολογικά περίτεχνο εγκώμιο στον θεό επηρεασμένο από την νεοτερική ρητορική του σοφιστή Γοργία. Με το πέρας του πεζού αυτού ύμνου στον Έρωτα οι συνδαιτυμόνες ενθουσιάζονται και επευφημούν.
Ο σωκρατικός, όμως, έλεγχος που έπεται αναγκάζει τον νεαρό ποιητή να ομολογήσει ότι έχει μπερδέψει τον έρωτα με το αντικείμενό του και έχει ουσιαστικά εγκωμιάσει όχι τον θεό ή το αντίστοιχο ανθρώπινο πάθος αλλά τον κάλλιστον και ἄριστον αποδέκτη της εκάστοτε ερωτικής επιθυμίας.
Από τη διαλεκτική συζήτηση με τον Αγάθωνα ο Σωκράτης διολισθαίνει σταδιακά προς τον δικό του εγκωμιαστικό μονόλογο ο οποίος διαθέτει και εκτενή διαλογικά μέρη. Αντί δικής του θεωρίας για τον έρωτα, ο Σωκράτης αναδιηγείται τη διδασκαλία της Διοτίμας, μιας σοφής γυναίκας από την Μαντίνεια της Αρκαδίας, για την ιστορική ύπαρξη της οποίας δεν μας διαφωτίζει καμία απολύτως αρχαία πηγή.
Η Διοτίμα ισχυρίζεται ότι ο Έρωτας δεν είναι ούτε θεός ούτε όμως και θνητός αλλά μια ενδιάμεση δαιμονική φύση που μετέχει και των δύο αυτών άκρων, ένα μεταξύ (202b). Μάλιστα, η Διοτίμα διηγείται κι έναν μύθο για την γέννηση του Έρωτα από τον αθάνατο Πόρο, γιο της Μήτιδος και τη θνητή Πενία. Οι αντιθετικές ιδιότητες των γονέων φανερώνουν την εσωτερική ένταση που υφέρπει στο ίδιο το ερωτικό πάθος: ο έρωτας, αφενός, υποδηλώνει κατάσταση ένδειας και, αφετέρου, παρουσιάζεται ως δύναμη υπέρβασης αυτής της έλλειψης. Η Διοτίμα υποστηρίζει ότι ο έρωτας είναι όχι απλώς, όπως είχε υποστηρίξει ο Αριστοφάνης, μια επιθυμία πληρότητας και ολότητας, αλλά πιο συγκεκριμένα ένας πόθος για κάτι αγαθό (205e). Στον διακαή αυτόν πόθο υπάρχει και μια καθαρά δημουργική διάσταση αφού όλοι οι άνθρωποι, όταν φτάσουν στην ωριμότητα, επιθυμούν να γεννήσουν κάτι νέο. Οι περισσότεροι, που διαθέτουν κυρίως σωματικές επιθυμίες, στρέφονται στη διαιώνιση του είδους και γεννούν βιολογικούς απογόνους, ενώ οι λίγοι, και αξιολογότεροι, κάνουν θαυμαστές πράξεις ή δημιουργούν σπουδαία πνευματικά έργα που τους παρέχουν υστεροφημία. Σε κάθε περίπτωση, ο έρωτας είναι επιθυμία γέννησης μέσα στην ομορφιά (τόκος ἐν καλῷ) και ταυτοχρόνως πόθος αθανασίας (206b-209e).
Στο δεύτερο μέρος του λόγου της, η Διοτίμα, με χαρακτηριστική προειδοποίηση ότι περνά από τα προπαρασκευαστικά στάδια μύησης στον έρωτα προς την ίδια την εποπτική αποκάλυψη του ερωτικού τέλους (209e-210a), παρουσιάζει την εικόνα μιας ανοδικής πορείας με κλιμακωτά στάδια. Ο σωστά διαπαιδαγωγούμενος νέος –μας λέει – θα περάσει από τις πιο σωματικές μέχρι τις πιο διανοητικές εκφάνσεις της ομορφιάς ώσπου να καταλήξει στην θέαση του έσχατου ερωτικού αντικειμένου. Το αντικείμενο αυτό, το μόνο που μπορεί να πληρώσει αληθινά την ασίγαστη ορμή κάθε αληθινά ερωτικού ανθρώπου, δεν είναι άλλο από τo ίδιo τo Όμορφο καθεαυτό (τὴν φύσιν καλόν), δηλαδή η πλατωνική Ιδέα του κάλλους. Αντίθετα με όλα τα άλλα ερωτικά αντικείμενα που χαρακτηρίζονται από μερικότητα και σχετικότητα, η ίδια η Ομορφιά είναι αιώνια, αμετάβλητη και απόλυτη (210e-211b). Ο λόγος του Σωκράτη ολοκληρώνεται με μια ενθουσιώδη περιγραφή της καθαρής μορφής του Κάλλους αλλά ο διάλογος δεν τελειώνει εδώ.
Αίφνης, οι συμποσιαστές ακούνε θόρυβο στη εξώπορτα και στον χώρο του συμποσίου εισέρχεται μεθυσμένος ο Αλκιβιάδης που θέλει να στεφανώσει τον νεαρό Αγάθωνα για τη νίκη του. Μόλις αντιλαμβάνεται την παρουσία του Σωκράτη, ο Αλκιβιάδης αποφασίζει να βγάλει λόγο. Το δικό του εγκώμιο δεν θα υμνεί τον έρωτα γενικά και αφηρημένα: θα απευθύνεται στον Σωκράτη.
Με τρόπο που αποτυπώνει ανάγλυφα την αμφίθυμη στάση του, ο Αλκιβιάδης, που βρίσκεται τώρα στο απόγειο της δημοφιλίας του στην Αθήνα, πλέκει ένα πλούσιο σε βιογραφικές πληροφορίες εγκώμιο στον ἄτοπον δάσκαλό του, στο οποίο υπογραμμίζεται η διάσταση ανάμεσα στην παροιμιώδη εξωτερική ασχήμια του Σωκράτη και την αξιοθαύμαστη ηθική στάση του τόσο στον πόλεμο όσο και σε καιρό ειρήνης. Ο ηλικιακά γηραιότερος Σωκράτης κατορθώνει να αντιστρέφει τους ρόλους της ερωτικής συζυγίας και να μεταβάλεται από ἐραστὴς σε παιδικὰ (222b).
Το έργο ολοκληρώνεται με μνεία συζήτησης που είχε ο Σωκράτης με τους δύο παρόντες ποιητές, τους μόνους άγρυπνους στο τέλος της βραδιάς, ως προς τη σχέση του κωμικού και τραγικού στοιχείου. Κατόπιν μαθαίνουμε ότι ο ακάματος Σωκράτης, αφού πέρασε χωρίς να ξεκουραστεί μια μέρα σαν όλες τις άλλες, επέστρεψε στο σπίτι του το επόμενο βράδυ.
Από συγκριτικά στοιχεία υφομετρικής ανάλυσης και φιλοσοφικού περιεχομένου οι μελετητές συμφωνούν ότι το Συμπόσιο γράφτηκε μέσα στην δεκαπενταετία 385-370 π.Χ. Ωστόσο, η υποθετική αναφορά που κάνει ο Φαίδρος σε αήττητο στρατιωτικό σώμα που απαρτίζεται από ερωτικάζευγάρια (178e-179a) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, κατά τη συγγραφή του, ο Πλάτων μάλλον γνώριζε –αντίθετα με ό,τι υποστηρίζουν κάποιοι – τον θηβαϊκό Ιερό Λόχο, η σύσταση του οποίου τοποθετείται περί το 378 π.Χ. και η πρώτη πολεμική εμφάνισή του συνέβη στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.). Συνεπώς, η χρονολόγηση του Συμποσίου μέσα στην οκταετία 378-370 π.Χ. είναι πιο εύλογη.
Το Συμπόσιο είναι ένας ιδιαίτερα αγαπητός και πολυδιαβασμένος (ανά τους αιώνες) διάλογος. Η επιτυχία του οφείλεται α) στο προσφιλές θέμα του, β) την εξαιρετικά ελκυστική δραματική μορφή του και γ) την ιδεώδη εικόνα του φιλοσόφου που αναδύεται από την προσωπογραφία του Σωκράτη που φιλοτεχνεί ο Αλκιβιάδης. Ο Διογένης Λαέρτιος (3.50) τον κατατάσσει στην κατηγορία των ἠθικῶν διαλόγων. Ο Πλωτίνος βρήκε εκεί την μέθοδο μυστικιστικής ένωσης με την πρώτη αρχή του παντός (Πορφ. Βίος Πλωτίνου 23). Επίσης, το Συμπόσιο αποτελεί την πιο προσιτή εισαγωγή στην πλατωνική θεωρία των Ιδεών.
Ο Πλάτων προσαρμόζει το ύφος γραφής του στον χαρακτήρα του κάθε ομιλητή, με αποτέλεσμα να διαβάζουμε μια αληθινή ποικιλία απόψεων για τον έρωτα.
Φιλοσοφική κορύφωση του έργου αποτελεί ο λόγος της Διοτίμας. Τόσο το όνομα και το φύλο της υποθετικής δασκάλας του Σωκράτη όσο και η αναφορά (201d) ότι κατόρθωσε να αναβάλει για δέκα χρόνια τον περίφημο λοιμό που έπεσε τελικά στην Αθήνα μετά το πρώτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ.), μας κάνουν να υποθέσουμε ότι πρόκειται για καθαρή επινόηση του Πλάτωνα που θέλησε, πίσω από το προσωπείο της σοφής γυναίκας, να εκθέσει δικές του απόψεις.
Θα ήταν, ωστόσο, υπερβολικό να θεωρήσουμε ότι οι προηγούμενοι λόγοι σχετίζονται με τον λόγο του Σωκράτη/Διοτίμας απλώς αντιθετικά – όπως το ψεύδος με την αλήθεια. Ο αναγνώστης συνεχώς διευρύνει τις αντιλήψεις του για τον έρωτα με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που περιγράφει η Διοτίμα όταν χρησιμοποιεί την εικόνα της κλίμακας. Οι προ του Σωκράτη λόγοι αποτελούν τους αναβαθμούς της ερωτικής μύησης στην πλατωνική διδασκαλία για τον έρωτα και την ομορφιά.
Ο Πλάτων θέλει να καταδείξει την κοινή ρίζα όλων των ωραίων πραγμάτων και να πείσει ότι πηγή του έρωτα, ακόμα και στην πιο σωματική διάστασή του, είναι η ανεπίγνωστη επιθυμία των ανθρώπων να ατενίσουν το απόλυτα Όμορφο και να δημιουργήσουν κάτι ωραίο και νέο από μια άμεση ή έμμεση σχέση με Αυτό. Στην πλατωνική εκδοχή του, ο έρωτας δεν είναι παρά η πιο διαδεδομένη, μεταξύ των ανθρώπων, ειδική φανέρωση ενός πολύ γενικότερου πόθου για καθολική γνώση. Αντίθετα με άλλους πλατωνικούς διαλόγους όπου διαφαίνεται κάποια υποτίμηση του σώματος και των επιθυμιών του, το Συμπόσιο αντιμετωπίζει την ερωτική επιθυμία ως αφετηρία της φιλο-σοφικής ζωής.
Το Συμπόσιο δεν κλείνει, ωστόσο, με τον λόγο της Διοτίμας γιατί ο Πλάτων ήθελε να μιλήσει όχι μόνον θεωρητικά για την εσώτερη συμπλοκή έρωτα και φιλοσοφίας αλλά και πρακτικά μέσα από το απτό παράδειγμα της συμπεριφοράς του δασκάλου του. Ο λόγος του Αλκιβιάδη, ο δεύτερος πιο εκτεταταμένος λόγος του Συμποσίου, αναδεικνύει τον Σωκράτη ως πρότυπο φιλοσόφου και παιδαγωγού, ο οποίος χρησιμοποιεί τον ερωτικό θαυμασμό των μαθητών του προς όφελος της δικής τους ηθικής και πνευματικής βελτίωσης.
κεκεκεκεκ
- Gonzalez, F. Jepimelitis, neos ed. .