Κρατύλος
Σωκρατικός διάλογος του Πλάτωνα με θέμα τη φύση της γλώσσας και την ορθότητα των ονομάτων. Θεωρείται γενικά ότι ανήκει στην πρώτη μεταβατική ή τη μέση περίοδο του πλατωνικού έργου.
Ο διάλογος, που δεν περιέχει καμία ένδειξη για τον δραματικό του χρόνο ή τόπο, διαμείβεται μεταξύ τριών προσώπων: του
Σωκράτη
, του Ερμογένη και του Κρατύλου. Η διερεύνηση του επίμαχου θέματος ξεκινά, όταν ο Ερμογένης εντοπίζει τον περαστικό Σωκράτη και τον καλεί να συνεισφέρειστη συζήτηση που μέχρι εκείνη τη στιγμή διεξήγαγε με τον Κρατύλο. Τόσο ο Πλάτων όσο και ο
Ξενοφών
εντάσσουν τον Ερμογένη στον στενό κύκλο των μαθητών του Σωκράτη.Ο Κρατύλος, σύμφωνα με τον
Αριστοτέλη
(ΜτΦ, 987a32–b7, 1010a7–15), ασπάστηκε την ηρακλείτεια θεωρία περί συνεχούς μεταβολής των πραγμάτων, ενώ άσκησε και σημαντική επιρροή στον νεαρό Πλάτωνα πριν γίνει μαθητής του Σωκράτη.
Στην εναρκτήρια σύνοψή του (383a-384e), ο Ερμογένης παρουσιάζει στον Σωκράτη το επίδικο ζήτημα της συζήτησής του με τον Κρατύλο: Ο μεν Κρατύλος ισχυρίζεται ότισωστή σημασία είναι αυτή που κάθε υπαρκτό πράγμα έχει εκ φύσεως (φυσιοκρατία). Ο δε Ερμογένης υποστηρίζει ότι η ορθότητα ενός ονόματος καθορίζεται από τη συμφωνία με την οποία αντιστοιχίζουμε μία λέξη σε κάποιο πράγμα (συμβασιοκρατία). Ο ακραίος σχετικισμός του Ερμογένη, που επιτρέπει στον κάθε ομιλητή να ονομάζει αυθαίρετα κάθε πράγμα όπως θέλει, δίνει στον Σωκράτη την αφορμή για να ανασκευάσει τη συμβασιοκρατική θέση (385a-386e): Αν υπάρχουν άνθρωποι που ψεύδονται, τότε δεν μπορούμε να δεχτούμε πως οτιδήποτε λέει κανείς για τα πράγματα είναι αληθές ούτεότι οι λέξεις που χρησιμοποιεί ορθές. Συνεπώς, τα πράγματα έχουν τη δική τους ουσία που είναι σύμφωνη με τη φύση τους και ανεξάρτητη από τη δική μας οπτική.
Β.Παρουσίαση της φυσιοκρατικής θέσης.
Τώρα, ο Σωκράτης μπορεί να υποστηρίξει τη φυσιοκρατική θέση και το κάνει στην επόμενη ενότητα (386e-427d). Την ενότητα αυτή μπορούμε πάλι να τη διακρίνουμε σε δύο μέρη:
(1)Στο γενικό φυσιοκρατικό επιχείρημα(386e-390e)που συγκροτείται μέσω αναλογιών: όπως τα πράγματα, έτσι και οι πράξεις (πχ. ύφανση, τρύπημα, κόψιμο), συμπεριλαμβανομένης της ομιλίας, γίνονται σύμφωνα με τη φύση τους.Εργαλεία της ομιλίας είναι τα ονόματα, τα οποία φτιάχνονται από τον νομοθέτη/ονοματουργό. Αυτός τα κατασκευάζεισύμφωνα με το πρότυπο τόσο της γενικής όσο και της ειδικής μορφής κάθε ονόματος. Αυτή η σχέση αποτελεί και το κριτήριο ορθότητας του ονόματος. Τέλος, ο διαλεκτικός καθοδηγεί τον νομοθέτη, διότι είναι αυτός που γνωρίζει πώς να χρησιμοποιεί τα ονόματα Με το πλήθος των ετυμολογήσεων που ακολουθεί (392b-421c), ο Σωκράτης δοκιμάζει να πιστοποιήσει την ορθότητα των ονομάτων εξετάζοντας κατά πόσον η σημασία κάθε ονόματος αποκαλύπτει τη φύση του πράγματος. Με τη μετάβαση του Σωκράτη από τα παράγωγα στα πρώτα ονόματα, περνάμε στο δεύτερο μέρος του επιχειρήματος:
(2) Στο μιμητικό φυσιοκρατικό επιχείρημα (421c-425b).Τα πρώτα ονόματα είναι αυτά που δεν αναλύονται σε άλλες λέξεις και από τα οποία προκύπτουν τα παράγωγα. Η ορθότητά τους κρίνεται από το αν μιμούνται επαρκώς το πράγμα που ονομάζουν (και όχι από τη σχέση τους με την ειδική μορφή του ονόματος).Το επιχείρημα ολοκληρώνεται με τη διστακτική επίδειξη (426b-427d) της μιμητικής δύναμης κάποιων φθόγγων, οι οποίοι φανερώνουν ότι ουσία των πραγμάτων είναι η αιώνια μεταβολή.
Γ.Τα όρια της φυσιοκρατικής θεωρίας και της αιώνιας μεταβολής των όντων.
Στην τελευταία ενότητα του διαλόγου (427d-440e), η συζήτηση διεξάγεται ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Κρατύλο. Ο Σωκράτης ανασκευάζει σταδιακά (427d-437d) τη φυσιοκρατική θέση του Κρατύλου: τα ονόματα μπορούν να αληθεύουν ή να ψεύδονται ανάλογα με τον βαθμό ομοιότητάς τους προς τα πράγματα. Όμως, ένας βαθμός ανομοιότητας είναι αναγκαίος, διαφορετικά τα ονόματα θα γίνονταν ίδια με τα όντα. (Έτσι αποκαθίσταται μερικώς η συμβασιοκρατία:εφόσον η σχέση τους με τα πράγματα δεν είναι προφανής, πρέπει συμφωνήσουμε ότι πράγματι δηλώνουν τα πράγματα).Έπειτα, ο Σωκράτης ετυμολογεί ξανά αρκετά από τα προηγούμενα ονόματα με τρόπο διαφορετικό, αποδεικνύοντας ότι ο νομοθέτης μπορεί να τα έθεσε με τρόπο λανθασμένο. Το τελικό επιχείρημα υποστηρίζει ότι η αληθής γνώση δεν μπορεί να προέρχεται από τα ονόματα, αλλά από τα ίδια τα πράγματα. Αν η πορεία ήταν αντίστροφη, τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε πώς οι ονοματοθέτες των πρώτων ονομάτων γνώριζαν τα πράγματα για τα οποία έθεσαν τα ονόματα.Η γνώση όμως είναι αδύνατη αν αντλείται από πράγματα που διαρκώς μεταβάλλονται (439c-440e):Οτιδήποτε βρίσκεται σε συνεχή ροή δεν υπάρχει ως κάτι συγκεκριμένο και συνεπώς δεν μπορεί ούτε να ονομαστεί ούτε κυρίως να γνωριστεί. Ο διάλογος ολοκληρώνεται με τον Σωκράτη να δηλώνει αβεβαιότητα για όσα ειπώθηκαν και να προτρέπει σε περαιτέρω σκέψη.
Το ενδιαφέρον του Σωκράτη για τη γλώσσα και τη σχέση της με την πραγματικότητα, τη διαίρεση των προτάσεων και των λέξεων και την αντίστοιχη διαίρεση της πραγματικότητας, την αιώνια μεταβολή και τέλος τον σχετικισμό του Πρωταγόρα μάς προσανατολίζει στους διαλόγουςτης ύστερης περιόδου – μολονότι αυτάτα θέματα παρουσιάζονταιεκείμε πιο επεξεργασμένη μορφή. Από την άλλη, τα κάπως πρώιμα χαρακτηριστικά των Ιδεών οδηγούν προς την πρώτη μεταβατική ή μέση περίοδο.
Φτάνοντας στο τέλος του διαλόγου, αναρωτιόμαστε αν υπάρχει κάτι που να διασώζεται από τον ολόπλευρο διαλεκτικό έλεγχο του Σωκράτη. Κατά την ανάπτυξη του φυσιοκρατικού επιχειρήματος παρουσιάζονται κάποιες κρίσιμες έννοιες: Η διδασκαλία συνδέεται με την επικοινωνία και προϋποθέτει ότι οι λέξεις έχουν διακριτές σημασίες και ότι δηλώνουν διαφορετικά πράγματα. Ο νομοθέτης κατασκευάζει τα ονόματα υπό την καθοδήγηση του διαλεκτικού που γνωρίζει τη χρήση τους. Τέλος, ο Σωκράτης διακρίνει δύο μορφές που πρέπει να λάβει υπόψιν ο νομοθέτης κατά την κατασκευή του ονόματος: (1) την ειδική μορφή του ονόματος: δηλαδή το σημασιολογικό περιεχόμενο που ανήκει εκ φύσεως στο πράγμα για το οποίο φτιάχνεται το όνομα. Το σημασιολογικό περιεχόμενο είναι εκείνη η φυσική ιδέα του πράγματος που στη συνέχεια θα γίνει όνομα μόλις επενδυθεί με τους φθόγγους της γλώσσας. Όταν αυτό το συγκεκριμένο όνομα φτιαχτεί, τότε ταυτόχρονα ενσωματώνει και (2)τη γενική μορφή του ονόματος, δηλαδή την ικανότητα να διακρίνει το πράγμα που ονομάζει από τα άλλα πράγματα, και να μας επιτρέπει να δηλώνουμε αυτή τη διαφορά στην επικοινωνία. Όταν ο Σωκράτης ισχυριστεί αργότερα ότι τα στοιχειώδη ονόματα και οι φθόγγοι (πρέπει να) είναι απευθείας μιμήσεις των όντων, θα υπονομεύσει την ανάγκη ύπαρξηςτου σημασιολογικού περιεχομένου για τη δημιουργία του ονόματος. Γιατί, όταν ονομάζουμε ένα πράγμα, να λαμβάνουμε υπόψιν την ειδική σημασία του και όχι το ίδιο το πράγμα; Η απάντηση υπονοείται στο τρίτο μέρος, όπου ο Σωκράτης έδειξε ότι η δυνατότητα του νομοθέτη να σφάλει καθιστά τη γνώση των πραγμάτων μέσω των ονομάτων επισφαλή.Ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να προστατευτούμε από την πλάνη που εγκυμονεί η γλώσσα είναι να ακολουθήσουμε τη μέθοδο εκείνου που ξέρει πώς να τη χρησιμοποιεί, δηλαδή του διαλεκτικού.Μέσω των ερωτήσεων και των απαντήσεωνο διαλεκτικός ελέγχει αν τα ονόματα που χρησιμοποιούμε διαιρούν/ορίζουνεύλογα τα όντα της πραγματικότητας. Όμως, για να κρίνει ο διαλεκτικός αν τα διάφορα ονόματα αντιστοιχούν στις διαιρέσεις των πραγμάτων (424b7-425a5), πρέπει να έχει πρόσβαση στα ίδια τα πράγματα(438d2-439b9). Αν όμως τα πράγματα βρίσκονται σε συνεχή μεταβολή, όπως υποστηρίζει ο Κρατύλος, τότε πώς θα τα γνωρίσει ο διαλεκτικός; Πράγματι, η θεωρία της αιώνιας μεταβολής συνεπάγεται την αδυναμία της γνώσης Ωστόσο, κατά την πορεία του διαλόγου, δεν αμφισβητήθηκε ηύπαρξηκάποιων σταθερών και αναλλοίωτων όντων (439c-d). Και τι άλλο μπορεί να είναι αυτά τα όντα, εκτός από αυτό πουνωρίτερα περιγράφηκεως ειδικό σημασιολογικό περιεχόμενο που ανήκει εκ φύσεως σταπράγματα. Υπ’ αυτήν την έννοια, η γνώση που χρειάζεται ο διαλεκτικός για να ελέγξει την ορθότητα της γλώσσας μπορεί να του παρέχεται μόνο από τις αμετάβλητες Ιδέες των πραγμάτων.
- Κεντρωτής, Γ. Πλάτων, Κρατύλος. Αθήνα, 2001.
- Ademollo, F. The Cratylus of Plato. A Commentary. Cambridge, 2011.
- Friedländer, P. Plato. The Dialogues. First Period. New York, 1964.
- Kretzmann, N. American Philosophical Quarterly. 1971.