Αντισθένης
Φιλόσοφος που συγκαταλέγεται στους ελάσσονες Σωκρατικούς.Αναμείχθηκε στη σοφιστική κίνηση και στη συνέχεια εντάχθηκε στο στενό σωκρατικό κύκλo.Ενστερνίστηκε την άποψη του Σωκράτη για την αρετή και τη γνώση συνδύαζοντάς την με ένα ασκητικό πρότυπο ζωής. Θεωρήθηκε πολέμιος των ηδονών, υπέρμαχος του ασκητισμού και πρόδρομος της φιλοσοφικής σχολής του Κυνισμού. Στον Αντισθένη αποδιδόταν επίσης το παράδοξο ότι η «αντίφαση» είναι αδύνατη.
Ο Αντισθένης(περίπου 446-366 π.Χ) ήταν Αθηναίος με μητέρα πιθανότατα θρακικής καταγωγής. Η συμμετοχή του στη
Σοφιστική είναι αναμφισβήτητη, όχι όμως και η μαθητεία στον ρήτορα
Γοργία. Ήταν περίπου 25 χρόνια νεότερος από τον
Σωκράτη (469-399 π.Χ) και συγκαταλέγεται στα πρόσωπα που τον συντρόφευσαν τις τελευταίες του στιγμές (
Πλάτων , Φαίδων 59b). Ανάμεσά τους εκείνος περισσότερο ανέπτυξε προσωπική και φιλοσοφική εγγύτητα με τον Σωκράτη (σύμφωνα τουλάχιστον με το
Συμπόσιο και τα
Απομνημονεύματα του
Ξενοφώντα). Ως εκ τούτου δεν είναι καθόλου αυταπόδεικτο ποιες πλευρές της φιλοσοφίας του θα θεωρηθούν σωκρατικές και ποιες όχι.
Ο Αντισθένης υπήρξε επίσης σύμφωνα με τη μαρτυρία του
Διογένη Λαέρτιου (αρχές του 3ου αι. μ.Χ.) δάσκαλος του κυνικού φιλοσόφου
Διογένη από τη Σινώπη. Η σχέση τους όμως είναι αβέβαιη και η παρομοίωση του με κύνα (ήδη πριν τον
Διογένη τον Κυνικό )ελέγχεται. Με επιφύλαξη αντιμετωπίζονται επίσης και οι αναφορές για τη σχολή του Αντισθένη στο γυμνάσιο του Κυνοσάργους(χωρίς να αποκλείεται ότι ίσως είχε μαθητές - και μάλιστα με αμοιβή). Οι μεταγενέστεροι
Κυνικοί εμπνέονται βεβαίως από την έμπρακτη ασκητική προσήλωση του Αντισθένη στο σωκρατικό ιδεώδες και την αδιαφορία του για τα εγκόσμια αγαθά. Η εικόνα όμως του Αντισθένη ως σχολάρχη των
Κυνικών δεν επιβεβαιώνεται.
Από το έργο του Αντισθένη έχουν σωθεί ελάχιστα, αποσπασματικά κυρίως, παραθέματα. Η ανασυγκρότηση της διδασκαλίας του βασίζεται κυρίως στις μαρτυρίες, σε ανέκδοτα και αποφθέγματα.Ο τίτλοι των έργων του στον κατάλογο του
Διογένη Λαέρτιου ξεπερνούν τους εξήντα και σε συνδυασμό με τις άλλες πηγές παρουσιάζουν έναν παραγωγικό συγγραφέα με αξιοσημείωτη θεματική και γραμματειακή ευρύτητα.Οι μικροί σε έκταση (επιδεικτικοί) λόγοι Αίας και Οδυσσέας με αντικείμενο τη γνωστή από την
Οδύσσεια διαμάχη για τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα είναι μάλλον γνήσιοι. Εκτός από ερμηνευτικά σχόλια στον
Όμηρο και ρητορικά γυμνάσματα συνέθεσε, όπως και άλλοι μαθητές του
Σωκράτη,
σωκρατικούς λόγους , που όμως δεν έχουν σωθεί. Έγραψε επίσης και έργα με πρωταγωνιστές ιδανικές μορφές της μυθολογίας και της ιστορίας. Με το έργο του συμμετείχε στις διαμάχες για την ηθική αλλά και στο διάλογο για τη σχέση γλώσσας και πραγματικότητας που είχαν εγκαινιάσει οι
Σοφιστές και συνεχίστηκε στην κλασική φιλοσοφία του 4ου αιώνα.
ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΗΔΟΝΗ
Η αφοσίωση του Αντισθένη στο σωκρατικό ιδεώδες εκδηλώνεται κατεξοχήν στο στοχασμό του για την αρετή. Η αρετή είναι επαρκής για την ευδαιμονία, βασίζεται στη γνώση και είναι διδακτή. Η αρετή είναι το πολυτιμότερο αγαθό και η φρόνηση η πιο ασφαλής οχύρωσή του (τεῖχος ἀσφαλέστατον φρόνησιν, SSRVA 134). O σοφός είναι αυτάρκης αφού οι άνθρωποι «δεν έχουν τον πλούτο ή τη φτώχεια στο σπίτι τους, αλλά στην ψυχή τους» (SSRVA82). Τα εξωτερικά αγαθά είναι από ηθική σκοπιά αδιάφορα και ο νόμος της αρετής υπερτερεί των νόμων της πολιτείας.
Ο Αντισθένης δεν υιοθετεί τυφλά τη σωκρατική νοησιαρχία αλλά εν μέρει τη σχετικοποιεί – εμπνεόμενος εν πολλοίς από τον ασκητικό και ασυμβίβαστο χαρακτήρα του ίδιου του
Σωκράτη. Για τη σχέση αρετής και ευδαιμονίας υποστηρίζει ότι η αρετή επαρκεί για την ευδαιμονία αν συνοδεύεται επιπλέον από σωκρατικό σθένος (αὐτάρκη δὲ τὴν ἀρετὴν πρὸς εὐδαιμονίαν, μηδενὸς προσδεομένην ὄτι μὴ Σωκρατικῆς ἰσχύος, SSRVA 134). Ο Αντισθένης ρητά αναγνωρίζει ότι η αρετή είναι ζήτημα πράξης. Η γνώση από μόνη της δεν εγγυάται ότι το άτομο θα παραμείνει ακλόνητο στην έμπρακτη επιδίωξη της αρετής και δεν θα παρασυρθεί από την υπονομευτική επίδραση των παθών. Η αρετή συμβαδίζει με μια διαμόρφωση της βούλησης που απελευθερώνει τον άνθρωπο από την επιθυμία για περιττές επιδιώξεις και επιζήμιες απολαύσεις.
Η αδιαφορία για τα εγκόσμια αγαθά και τις απολαύσεις ανάγεται σε αρετή και ο άνθρωπος διαθέτει καλύτερες προοπτικές για την κατάκτηση της ευδαιμονίας όταν ασκείται στην εγκράτεια και την καρτερία, την ολιγάρκεια και τη λιτότητα. Από αυτή την αντίληψη για την αυτοκυριαρχία πηγάζει ο αντισυμβατικός ασκητισμός των μεταγενέστερων κυνικών.
Η παροιμιακή φράση «καλύτερα να τρελαθώ παρά να νιώσω ηδονή» (μανείην μᾶλλον ἢ ἡσθείην, SSRVA 122) αποδίδεται συχνά στον Αντισθένη και ερμηνεύεται ως έκφραση του ασυμβίβαστου αρετής και ηδονής. Ο Αντισθένης παρουσιάζεται έτσι στη μεταγενέστερη παράδοση ως πολέμιος ενός άκρατου ηδονισμού (που αποδίδεται στον
Αρίστιππο) και ως θιασώτης ενός μαχητικού αντιηδονισμού.«Εγώ την Αφροδίτη θα την ‘αφάνιζα’ με τα βέλη, αν μπορούσα να την πιάσω» (SSRVA123).
Υποστηρίζει πράγματι ο Αντισθένης τη ριζική απαξίωση της ηδονής; Αναμφισβήτητα υιοθετεί μία πολεμική για τις υλικές απολαύσεις και επιπλέον προβαίνει σε μία αξιολογική ανατίμηση του κόπου και του μόχθου (πόνος): «Πρέπει κανείς να επιδιώκει τις ηδονές που έρχονται ύστερα από τους κόπους κι όχι αυτές που έρχονται πριν από αυτούς (SSRVA126). Η στάση του όμως απέναντι στις ηδονές δεν συνιστά καθολική απόρριψη της ηδονής αλλά επιδέχεται διαφοροποιήσεις ανάλογα με το χαρακτήρα της. Η αρνητική στάση και η απαξίωση αφορά κατεξοχήν τις ηδονές που είναι «εύκολες» και έντονες, τις ηδονές που συσκοτίζουν τον νου και αποπροσανατολίζουν τον άνθρωπο από την επιδίωξη της αρετής. Αντιθέτως, οι απλές και μετρημένες απολαύσεις και οι ηδονές που απορρέουν από επίπονη προσπάθεια είναι αποδεκτές. Η ηδονή την οποία δεν θα μετανιώσουμε (τὴν ἀμεταμέλητον, SSRVA 127) είναι αγαθή.
Ο Αντισθένης όχι μόνο αποδεχόταν τη σοφιστική αντίληψη για το αδύνατον της αντίφασης (οὐκ ἔστιν ἀντιλέγειν) αλλά επιπλέον υποστήριζε ότι ο ορισμός της ουσίας ενός πράγματος είναι αδύνατος (οὐκ ἔστι τὸ τί ἔστιν ὁρίσασθαι). Οι περιορισμοί των πηγών επιτρέπουν εικασίες μόνον για τις απόψεις του Αντισθένη για τη φύση της γλώσσας και τις συνέπειές τους για τη λογική και την οντολογία. Είναι όμως πιθανόν ότι δεν συμμεριζόταν την φιλοσοφική προοπτική του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη (τόσο για την αξία του ορισμού όσο και για τις καθολικές έννοιες).Αναμφίβολα διέθετε κάποια θεωρία για τη φυσική συνάφεια μεταξύ ονομάτων και αντικειμένων. Ο Επίκτητος μάλιστα αποδίδει στον Αντισθένη τη ρήση «ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις» (SSRVA 160). Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο επίσης,ο Αντισθένης ήταν ο πρώτος που διατύπωσε ορισμό του λόγου: «λόγος ἐστὶν ὁ τὸ τί ἦν ἢ ἔστι δηλῶν» (SSRVA 151).
Ο Αντισθένης αποδέχεται ότι η αντίφαση είναι αδύνατη και υποστηρίζει ότι για κάθε πράγμα μπορεί να διατυπωθεί ένας και μόνον λόγος, αυτός που του αρμόζει, ο «οικείος λόγος». Ίσως ο Αντισθένης διέθετε κάποιου είδους θεωρία για την προνομιακή σύνδεση του ονόματος με το πράγμα. Όταν το όνομα χρησιμοποιείται με διαφορετική σημασία τότε και η αναφορά είναι διαφορετική, άρα και η διάψευση αδύνατη. Με δεδομένη την έλλειψη παραδειγμάτων οι απόψεις του Αντισθένη παραμένουν σκοτεινές, είναι όμως πιθανό ότι αναπτύσσονται σε αντιπαλότητα με την πλατωνική αντίληψη και εκφράζουν ανταγωνιστικές διεκδικήσεις της σωκρατικής κληρονομιάς.
- Σκουτερόπουλος, Ν.Μ. Οι αρχαίοι κυνικοί: Αποσπάσματα και μαρτυρίες. Αθήνα, 1998.
- Τσούνα, Β. Γνώση, ηδονή, ευδαιμονία. Αθήνα, 2012.
- Guthrie, W.K.C. Οι Σοφιστές. Αθήνα, 1990.