Δαμάσκιος
Ο τελευταίος φιλόσοφος (διάδοχος) της νεοπλατωνικής σχολής των Αθηνών κατά τον έκτο αιώνα, υπομνηματιστής του Πλάτωνα και πρωτότυπος μεταφυσικός στοχαστής.
Λίγα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του Δάμασκιου (π.462-π.540).
Ο Δαμάσκιος καταγόταν από τη Δαμασκό της Συρίας και, μετά από σπουδές στην Αλεξάνδρεια, έφτασε στην Αθήνα ως δάσκαλος ρητορικής ενόσω ο Πρόκλος (412-485) ήταν ακόμα ζωντανός. Εκεί εντυπωσιάστηκε από την μορφή του Ισίδωρου, ενός εξέχοντος μέλους του πλατωνικού κύκλου που αργότερα έγινε, για μικρό διάστημα, επικεφαλής της νεοπλατωνικής σχολής των Αθηνών. Υπό την επίδραση του Ισίδωρου ο Δαμάσκιος αποφάσισε να εντρυφήσει στη φιλοσοφία, πήγε εκ νέου στην Αλεξάνδρεια όπου σπούδασε στη σχολή του Αμμώνιου Ερμείου (πβ. η νεοπλατωνική σχολή της Αλεξάνδρειας) και κατόπιν επέστρεψε στην Αθήνα όπου και έγινε σχολάρχης. Ο Δαμάσκιος ήταν ο τελευταίος διάδοχος όταν η νεοπλατωνική σχολή των Αθηνών έκλεισε οριστικά με διάταγμα του Ιουστινιανού το 529 (πβ. Αποδημία φιλοσόφων και παρακμή της νεοπλατωνικής σχολής των Αθηνών (529)). Ο ίδιος και ο κύκλος του βρήκαν καταφύγιο στην αυλή του Χοσρόη στην Περσία, για τρία χρόνια, από όπου επέστρεψαν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπό τον όρο να πάψουν να διδάσκουν. Ο Δαμάσκιος κατέληξε στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Από την πλούσια συγγραφική παραγωγή του Δαμάσκιου έχουν σωθεί πέντε έργα: τρία υπομνήματα σε πλατωνικούς διαλόγους (στον Παρμενίδη, τον Φαίδωνα και τον Φίληβο), ένας αποσπασματικός Βίος Ισιδώρου (ή Φιλόσοφος Ιστορία), όπου ο Δαμάσκιος σκιαγραφεί την ιστορία της πλατωνικής σχολής στην Αθήνα από τον τέταρτο αιώνα έως τις μέρες του, και ένα συστηματικό έργο Περί αρχών.
Τα υπομνηματιστικά έργα του Δαμάσκιου είναι προϊόντα των προφορικών παραδόσεών του. Δύο εξ αυτών, το υπόμνημα στον Φαίδωνα και αυτό στον Φίληβο, φέρονται στα χειρόγραφα με το όνομα του μαθητή του Ολυμπιόδωρου. Όπως γίνεται σαφές από τη μελέτη των υπομνημάτων, η διδασκαλία περιλάμβανε ανάγνωση του αναλυόμενου πλατωνικού διαλόγου κατά τμήματα, ανάγνωση της αντίστοιχης περικοπής από το σχετικό υπόμνημα του Πρόκλου (ίσως και άλλων) και, τέλος, τα συνήθως επικριτικά σχόλια του Δαμάσκιου επί της πρόκλειας ερμηνείας που δίνονται με τρόπο έμμεσο και υπαινικτικό. Με την έννοια αυτή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα υπομνήματα του Δαμάσκιου είναι περισσότερο υπομνήματα υπομνημάτων παρά υπομνήματα στους ίδιους τους πλατωνικούς διαλόγους.
Το υπόμνημα στον Παρμενίδη και το έργο Περί αρχών έχουν σωθεί ως ένα ενιαίο σύγγραμμα γιατί από το υπόμνημα έχει χαθεί η ερμηνεία της πρώτης συναγωγής του πλατωνικού διαλόγου (με βάση την υπόθεση “αν το ένα είναι”) ενώ το συστηματικό έργο εξετάζει κυρίως αυτήν ακριβώς την συναγωγή.
Όπως και ο Πρόκλος πριν από αυτόν, έτσι και ο Δαμάσκιος πίστευε ότι η αλήθεια έχει διατυπωθεί με διαφορετικούς, συχνά αινιγματικούς, αλλά πλήρως εναρμονίσιμους τρόπους από τους Αιγύπτιους, τους Βαβυλώνιους, τους Πέρσες και τους Έλληνες. Η πυθαγόρεια και ορφική διδασκαλία βρίσκεται, κατά τη γνώμη του, σε πλήρη συμφωνία με τις θέσεις του Πλάτωνα και τα δόγματα των Χαλδαϊκών λογίων. Η απόδειξη αυτής της συμφωνίας είναι ένα σταθερά επανερχόμενο μοτίβο των έργων του. Ωστόσο, η βασική και ιδιαίτερα πρωτότυπη θέση του μεταφυσικού συγγράμματος Περί αρχών είναι ότι το Εν, όπως το εννοεί ο Πλωτίνος και ο Πρόκλος, δεν είναι αρκούντως υπερβατικό και απόλυτο γιατί, αν και άρρητο, συναρτάται με το πεδίο του Όντος που είναι ο Νους και συνεπώς με την πολλαπλότητα.
Ο Δαμάσκιος αγωνίζεται να κατανοήσει την υπέρτατη πρώτη αρχή του παντός με τρόπο που να μην είναι λογικά αντιφατικός αλλά και μην προδίδει την άφατη προτεραιότητα της αρχής. Έτσι, μέσα από επιχειρήματα που σύρουν λεπτότατες εννοιολογικές διακρίσεις, ο Δαμάσκιος επιστρέφει στην αρχική θέση του Ιάμβλιχου, που εγκατέλειψε ο μεταγενέστερος νεοπλατωνισμός, σύμφωνα με την οποία πίσω από το πλωτινικό Έν, κρύβεται μια ακόμα προγενέστερη αρχή. Την αληθινά άρρητη, απερινόητη και ανέκφραστη αυτήν αρχή ο Δαμάσκιος την ονομάζει ἀπόρρητον και την περιγράφει με τους όρους της πιο ακραίας αποφατικής θεολογίας που γνώρισε η αρχαιότητα. Η λογική και η γλώσσα βρίσκονται εδώ στα έσχατα όριά τους (Αρχ. Ι.4.13-18 και Ι.8.12-20):
Η ψυχή μας, λοιπόν, μαντεύει ότι υπάρχει μια αρχή των πάντων, όπως κι αν τα εννοήσουμε, η οποία είναι πέρα από τα πάντα (ἐπέκεινα πάντων), ασύνδετη με τα πάντα (ἀσύντακτον πρὸς πάντα). Άρα, ούτε “αρχή” ούτε “αίτιο” θα πρέπει να την αποκαλούμε, ούτε “πρώτο”, ούτε και “πριν απ᾽ όλα” (πρὸ πάντων), ούτε “πέρα απ᾽ όλα” (ἐπέκεινα πάντων). Κι ακόμα λιγότερο θα πρέπει να την υμνούμε ως “τα πάντα”. Ούτε καν να την υμνούμε πρέπει, ούτε να την εννοούμε, ούτε να την υπονοούμε.
Αν λέγοντας αυτά για εκείνο, δηλαδή ότι είναι άφατο (ἀπόρρητον), ότι είναι το απρόσιτο ιερό (ἄδυτον) των πάντων, ότι είναι απερινόητο, πέφτουμε σε λογικές αντιφάσεις, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτά είναι λέξεις και έννοιες των δικών μας ωδίνων που τολμούν να περιεργάζονται εκείνο ενώ στέκονται στα πρόθυρα του αδύτου του και δεν εξαγγέλλουν τίποτε για εκείνο αλλά απλώς φανερώνουν τα δικά τους παθήματα γι᾽αυτό και τις απορίες και τις αποτυχίες τους, και μάλιστα όχι με σαφήνεια αλλά μέσω ενδείξεων (δι᾽ἐνδείξεων) κατάλληλων μόνον γι᾽αυτούς που μπορούν να τις καταλάβουν.
Στο σύστημα του Δαμάσκιου μετά την άφατη πρώτη αρχή ακολουθεί το Εν από το οποίο παράγεται ο χώρος του νοητού με βάση το τρίπτυχο “είναι-ζωή-νόηση” που γνώριζε ήδη ο ύστερος νεοπλατωνισμός. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διμερισμός του Ενός από τον Δαμάσκιο σε Ἓν πάντα και πάντα Ἓν για να δηλωθεί ο σταδιακός πολλαπλασιασμός που συμβαίνει εντός του Ενός και επιτρέπει έτσι τη γέννηση του Όντος.
Παρά την πρωτοτυπία της σκέψης του η επίδραση του Δαμάσκιου στο Βυζάντιο, τον δυτικό Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και τους νεότερους χρόνους υπήρξε από μικρή έως ασήμαντη. Ο εξαιρετικά λεπτός τρόπος με τον οποίο ο Δαμάσκιος ασκεί κριτική στον Πρόκλο, το δυσπρόσιτο ύφος γραφής του, η εξαιρετικά αφηρημένη θεματολογία του, το γεγονός ότι επιστρέφει δημιουργικά στις μεταφυσικές ενοράσεις του Ιάμβλιχου, απορεί αυθεντικά, όπως ο Σωκράτης ή ο πρώιμος Πλάτων, και επιθυμεί περισσότερο να αναδείξει το μυστήριο που ενέχει το μεταφυσικό ερώτημα παρά να επικαλύψει τη μυστηριακή δυναμική της απορίας με εύκολες απαντήσεις αποτελούν οπωσδήποτε λόγους της μικρής επιρροής που άσκησε το έργο του στην ιστορία της φιλοσοφίας. Τα τελευταία χρόνια, η ιδιαιτερότητα και γνήσια δημιουργικότητα του στοχασμού του έχουν αρχίσει να αναγνωρίζονται.
- Hoffmann, PhGoulet, R. ed. . Dictionnaire des philosophes antiques, τόμος 2ος. Παρίσι, 1994.
- Athanassiadi, P, Damascius: The Philosophical History. Αθήνα, 1999.
- Ράγκος, Σ. Tα Iστορικά. 1999.
- Steel, C. The Changing Self: A Study on the Soul in Later Neoplatonism (Iamblichus, Damascius and Priscianus). Βρυξέλες, 1978.
- Van Riel, G. "Damascius." Gerson, L.P. ed. The Cambridge History of Philosophy in Late Antiquity,τόμος 2ος. Cambridge, 2010.
- Combès, J., Westerink, L. G. Damascius: Traité des premiers principes, 3 τόμοι. Παρίσι, 1986-1991.