Έλληνες λόγιοι στην Ιταλία
Στα τέλη του 14ου αιώνα μια σειρά λογίων, προερχόμενων από την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, άρχισε να εγκαθίσταται στην Ιταλία. Μετέφεραν χειρόγραφα, προσέφεραν σημαντικό έργο ως μεταφραστές και σχολιαστές κειμένων, δίδαξαν την αρχαία ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό και ορισμένοι εξ αυτών συνέγραψαν σημαντικές πρωτότυπες πραγματείες και υπομνήματα, τα οποία επηρέασαν την πορεία της φιλοσοφίας και των επιστημών.
Εξαιτίας της προϊούσας παρακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το β’ μισό του 14ου αιώνα, αρκετοί λόγιοι θεώρησαν καλό να αναζητήσουν την τύχη τους στη δυτική Ευρώπη. Εκείνος που θεωρείται σκαπανέας αυτής της κίνησης είναι ο Μανουήλ Χρυσολωράς (1355-1415). Το 1397 κλήθηκε να διδάξει αρχαία ελληνική γραμματεία στη Φλωρεντία. Αφοσιωμένος του μαθητής υπήρξε ο Λεονάρντο Μπρούνι (1370-1444), ο σημαντικότερος αριστοτελιστής του 15ου αιώνα. Ο Χρυσολωράς μετέφρασε στα λατινικά, ανάμεσα σε άλλα έργα, την Πολιτεία του Πλάτωνα. Καθοριστικής σημασίας για τη διάδοση της ελληνομάθειας υπήρξε η συγγραφή εκ μέρους του μιας γραμματικής των αρχαίων ελληνικών.
Το παράδειγμα του Χρυσολωρά έμελε να ακολουθήσουν και άλλοι. Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος (1395-1472/3) μετοίκησε στην Ιταλία σε ηλικία περίπου 20 ετών, και διακρίθηκε ως μεταφραστής του Αριστοτέλη και κειμένων της αρχαίας επιστήμης, όπως του Κλαύδιου Πτολεμαίου. Υπήρξε ο πρώτος που μετέφερε στη λατινική γλώσσα τους ρητορικούς κανόνες των Βυζαντινών. Στη δεκαετία του 1450 συγκρούστηκε σφοδρά με τον Βησσαρίωνα (1408-1472) και τον Θεόδωρο Γαζή (1398/1400-1475). Αιτία, πέραν των προσωπικών διαφορών, ήταν η ορθή πρακτική μετάφρασης κειμένων και το φιλοσοφικό πρωτείο μεταξύ Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Η διαμάχη πλατωνικών και αριστοτελικών είχε ρίζες στο Βυζάντιο, αλλά στη Δύση μεταφέρθηκε μόλις τον 15ο αιώνα. Το Comparatio Philosophorum Platonis et Aristotelis (1458) του Τραπεζούντιου κατέστησε γνωστή στο λατινόφωνο κοινό μια έριδα που είχε διχάσει τους Έλληνες λογίους.
Στον Τραπεζούντιο επιχείρησε να απαντήσει ο Βησσαρίων, ο οποίος μετά τη μαθητεία του στον Πλήθωνα και μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στην βυζαντινή επικράτεια, αποφάσισε να ασπαστεί τον ρωμαιοκαθολικισμό και έγινε καρδινάλιος της καθολικής Εκκλησίας. Γύρω του συγκέντρωσε μια σημαντική ομάδα Ελλήνων λογίων, τους οποίους ενθάρρυνε και διευκόλυνε να μεταφράζουν αρχαιοελληνικά, πρωταρχικά φιλοσοφικά, κείμενα. Η συλλογή ελληνικών χειρογράφων του αποτέλεσε τον πυρήνα της Μαρκιανής βιβλιοθήκης στη Βενετία. Μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης του περιελάμβανε έργα του λατινικού σχολαστικισμού. Ο Βησσαρίων διακρινόταν για τον μετριοπαθή πλατωνισμό του, ο οποίος δεν έφθανε στην υποτίμηση του Αριστοτέλη. Θεωρούσε τις φιλοσοφίες τους συμβατές, υπό την ορθή ερμηνευτική προσέγγιση. Τη θέση αυτή υποστήριξε στο In Calumniatorem Platonis (1469), με το οποίο απαντούσε στον επιθετικό αντιπλατωνισμό του Τραπεζούντιου.
Πάντως, παρότι η γραμματεία σχετικά με την υπεροχή του πλατωνισμού έναντι του αριστοτελισμού υπήρξε πλούσια, συμπεριλαμβανομένου και του Περὶ ὧν Ἀριστοτέλης πρὸς Πλάτωνα διαφέρεται του Πλήθωνα, το γεγονός ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της γράφηκε στα ελληνικά συνέτεινε στο να απασχολήσει ελάχιστα τη φιλοσοφική κοινότητα της Δύσης στον 15ο αιώνα. Είχε θεωρηθεί περίπου ως ενδοελληνική διαμάχη, η οποία απέκτησε άλλη διάσταση μετά το έργο του Τραπεζούντιου. Ακόμα και η σύντομη παρουσία του Πλήθωνα στην Ιταλία (1438-1439) δεν είχε στο λατινόφωνο κοινό τον τεράστιο αντίκτυπο που συνήθως αναφέρεται στην ελληνική βιβλιογραφία. Ο Πλήθων επηρέασε κυρίως στο θέμα της επανεκτίμησης των Ερμητικών Κειμένων και των Χαλδαϊκών Χρησμών, αλλά και στην αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την πλατωνική παράδοση.
Στη διαμάχη πλατωνικών και αριστοτελιστών ενεπλάκησαν και οι Θεόδωρος Γαζής, Ανδρόνικος Κάλλιστος (†1478), Μιχαήλ Αποστόλης (1422-1478) και άλλοι, οι οποίοι έκαναν καριέρα στην Ιταλία ως μεταφραστές, υπομνηματιστές και καθηγητές. Παρότι άλλοι υποστήριξαν τον Πλάτωνα και άλλοι τον Αριστοτέλη, τους ένωσε η συστράτευσή τους στο πλευρό του Βησσαρίωνα, ενάντια στον Τραπεζούντιο. Ο Γαζής, από τους πιστότερους συνεργάτες του Βησσαρίωνα, διακρίθηκε επίσης ως ένας από τους πλέον εργώδεις και ποιοτικούς μεταφραστές αρχαιοελληνικών φιλοσοφικών κειμένων. Υψηλότατης ποιότητας υπήρξε και η πανεπιστημιακή του διδασκαλία.
Σημαντικό διδακτικό, αλλά και μεταφραστικό έργο, προσέφερε ο Ιωάννης Αργυρόπουλος (1405-1487), ο οποίος δίδαξε αρχαία ελληνική φιλοσοφία στη Φλωρεντία για μεγάλη περίοδο (1456-1471, 1477-1481). Ο Αργυρόπουλος, ο οποίος είχε σπουδάσει σε ώριμη ηλικία στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας, επέμεινε περισσότερο στη διδασκαλία του Αριστοτέλη, παρότι δεν παραγνώρισε την πλατωνική φιλοσοφία.
Σημαντικές διδακτικές υπηρεσίες προσέφερε ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1423-1511), ο οποίος επίσης δίδαξε στη Φλωρεντία την ίδια περίοδο με τον Αργυρόπουλο και αργότερα σε άλλες ιταλικές πόλεις. Διακρίθηκε και στον χώρο των εκδόσεων, καθώς ήταν ο πρώτος που εξέδωσε στα ελληνικά τα ομηρικά έπη.
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης (1434-1501) δραστηριοποιήθηκε διδακτικά στη νότια Ιταλία και τη Σικελία, συγγράφοντας παράλληλα και μια σημαντική γραμματική της ελληνικής γλώσσας. Ο Ιανός Λάσκαρις (1445-1535) σπούδασε στην Πάδοβα. Μετά τη φυγή του Χαλκοκονδύλη από τη Φλωρεντία δίδαξε αρχαία ελληνικά, χωρίς όμως να παραμείνει εκεί για μεγάλο διάστημα.
Μαθητής του Λάσκαρη υπήρξε ο κρητικός Μάρκος Μουσούρος (1470-1517), ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Βενετία και συνεργάστηκε με τον Ιταλό ουμανιστή και εκδότη Άλδο Μανούτιο. Δίδαξε με επιτυχία στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Το 1513 εξέδωσε για πρώτη φορά στη Δύση τα «Άπαντα του Πλάτωνα» στα ελληνικά. Από τον ελληνισμό της Βορείας Ηπείρου προερχόταν ο Νικόλαος Λαόνικος Τομαέος (1456-1531), ο οποίος υπήρξε ο πρώτος καθηγητής που δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας την αριστοτελική φιλοσοφία στο αρχαιοελληνικό πρωτότυπο. Σημαντικότατο ήταν το έργο που άφησε για τις βιολογικές πραγματείες του Αριστοτέλη.
Από τον ελληνισμό της διασποράς προερχόταν ο Φραγκίσκος Μαυρόλυκος (1494-1575), ο οποίος είχε γεννηθεί στη νότια Ιταλία. Ο Μαυρόλυκος εξέδωσε πολλά κείμενα της αρχαίας επιστήμης και διακρίθηκε στη διδασκαλία των μαθηματικών, της αστρονομίας και της μηχανικής.
Οι Έλληνες λόγιοι που παρέμειναν και έκαναν καριέρα στην Ιταλία –όσοι αναφέρθηκαν και πολλοί άλλοι– προσέφεραν σημαντικότατες υπηρεσίες στην αρχαιομάθεια, η οποία υπήρξε μια από τις βάσεις της Αναγέννησης. Με το συγγραφικό και μεταφραστικό έργο τους, αλλά και τη διδασκαλία τους, συντέλεσαν στην αναθεώρηση του τρόπου θέασης και ερμηνείας της αρχαίας ελληνικής σκέψης.
- Geanakoplos, D.J,. Byzantine East and Latin West: Two worlds of Christendom in Middle Ages and Renaissance. New York, Hamden, Lancaster, 1966,1976,1983.
- Geanakoplos, D.J,. Constantinople and the West: Essays on the Late Byzantine (Palaeologan) and Italian Renaissances and the Byzantine and Roman Churches. Madison Wisc., 1989.
- Harris, J. Greek Émigrés in the West, 1400-1520. Camberley, 1995.
- Monfasani, J. Greeks and Latins in Renaissance Italy: Studies on Humanism and Philosophy in the 15th Century. Aldershot, 2004.