Επικουρισμός και Πλάτων
Ως ‘επικουρισμός’ εννοείται γενικά το συνεπές σύστημα φιλοσοφικών θέσεων στους τομείς της φυσικής/μεταφυσικής, γνωσιοθεωρίας και ηθικής που παρήγαγε πρωτίστως ο φιλόσοφος της ελληνιστικής εποχής Επίκουρος (341-270 π.Χ.). Ο επικουρισμός πέτυχε σημαντική διάδοση κατά την ελληνιστική περίοδο, η δε επιρροή του ανιχνεύεται μέχρι και τους χρόνους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αν και υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρούμε ότι ο Επίκουρος αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής του ενέργειας σε θέματα φυσικής/μεταφυσικής και γνωσιοθεωρίας, ο ‘επικουρισμός’ συναρτάται σήμερα κυρίως με τις απόψεις του Επίκουρου στον χώρο της ηθικής.
Εκ πρώτης όψεως οι φιλοσοφικές θέσεις του Πλάτωνα δεν φαίνεται πιθανό να επηρέασαν τη σκέψη του Επίκουρου. Στα περισσότερα, αν όχι όλα, τα θέματα οι δύο στοχαστές έχουν διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Αυτό καθίσταται σαφές με μια σύντομη ματιά στην επικούρεια φυσική θεωρία, η οποία αποτελεί σε μεγάλο βαθμό προσαρμογή των μεταφυσικών θέσεων των πρώιμων ατομικών φιλοσόφων Δημόκριτου και Λεύκιππου. Κατά τους Δημόκριτο και Λεύκιππο, το ον, το μη ον και η κίνηση είναι οι βασικές μεταφυσικές αρχές. Τα καλούμενα ‘άτομα’ περιλαμβάνουν το ον: πρόκειται για αναλλοίωτα και αόρατα σωματίδια όλων των δυνατών σχημάτων, άπειρα στον αριθμό και ακατάληπτα από τις αισθήσεις λόγω του μικρότητάς τους, τα οποία, ωστόσο, είναι απείρως ποικίλα ως προς το μέγεθος και βρίσκονται πάντοτε σε κίνηση. Μη ον είναι το κενό που επιτρέπει την κίνηση των ατόμων και εκτείνεται απείρως. Οτιδήποτε αισθητό στον κόσμο μας αποτελεί απλώς συνάθροιση τέτοιων ατόμων που έχουν συμπλακεί για κάποιο χρονικό διάστημα. Τα αισθητά πράγματα γεννιούνται όταν άτομα ενώνονται και σχηματίζουν συγκεκριμένες μορφές, και αφανίζονται όταν οι μορφές αυτές διαλύονται λόγω του διασκορπισμού των ατόμων που τις αποτελούσαν.
Ο Πλάτων φαίνεται να αγνοεί πλήρως τους ατομικούς: δεν τους αναφέρει ποτέ ονομαστικά σε κανένα διάλογο, αν και μνημονεύει απόψεις που φανερά προέρχονται από αυτούς (π.χ. στο δέκατο βιβλίο των Νόμων). Υπάρχουν, ωστόσο, δύο σημαντικές και αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ Πλάτωνα και ατομικών. Πρώτον, κατά τον Πλάτωνα, η συνολική φύση, περιλαμβανομένου και του ουρανού με ό,τι αυτός περιέχει, αποτελεί ένα εξαιρετικά καλορυθμισμένο τελεολογικό σύστημα, του οποίου η ύπαρξη υπηρετεί ένα τέλος, δηλ. έναν σκοπό που είναι αγαθός. Σημαντική συνέπεια αυτής της άποψης είναι η θέση ότι η επιστημονική εξήγηση της φύσης οφείλει να εκθέτει τους σκοπούς που η φύση υπηρετεί και να αποκαλύπτει την αγαθότητα αυτών των σκοπών. Απενταντίας, κατά τους ατομικούς, και συνεπώς κατά τον Επίκουρο και τους οπαδούς του επίσης, η φύση δεν γεννήθηκε για κάποιο λόγο και δεν υπηρετεί κανένα σκοπό. Όλα όσα μάς περιστοιχίζουν, ημών συμεριλαμβανομένων, είναι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης και ταυτοποιήσιμης κατάστασης στην οποία βρίσκονται τα άτομα σε κάθε δεδομένο χρόνο t, καθώς και του συνόλου των αιτιακών σχέσεων που ισχύουν μεταξύ τους. Κατά συνέπεια, η επιστημονική εξήγηση της φύσης εξαντλείται στον ακριβή καθορισμό αυτής της κατάστασης και στην ανάλυση των αιτιών στις οποίες υπόκεινται τα άτομα.
Η δεύτερη σημαντική διαφορά μεταξύ Πλάτωνα και ατομικών αφορά τις γνωσιοθεωρητικές τους απόψεις. Κατά τον Πλάτωνα, ακριβής επιστημονική γνώση (ἐπιστήμη) μπορεί να υπάρξει μόνον για το Ον, και το Ον είναι ένα σύνολο ιδεατών και μη αισθητών ουσιών που βρίσκονται εκτός χώρου και χρόνου, δηλ. των Ιδεών (= Μορφών). Ο αισθητός κόσμος είναι αντικείμενο όχι επιστημονικής γνώσης αλλά πεποίθησης (δόξας). Ο Επίκουρος και οι οπαδοί του, αντιθέτως, όπως ακριβώς και οι ατομικοί πριν από αυτούς, δεν πίστευαν ότι υπάρχει τίποτε άλλο πλην του αισθητού κόσμου: κατά συνέπεια, αυτός ο κόσμος αποτελούσε γι᾽αυτούς το μοναδικό αντικείμενο κάθε δυνατής γνώσης. Επιπλέον, οι επικούρειοι πίστευαν ότι η μοναδική πηγή γνώσης είναι, σε τελική ανάλυση, οι αισθήσεις μας και ότι η αισθητηριακή αντίληψη αποτελεί το πιο σημαντικό κριτήριο για οτιδήποτε αυτοαποκαλείται γνώση.
Όπως θα περίμενει κανείς, οι απόψεις του Πλάτωνα στον χώρο της ηθικής απέχουν πολύ από τις αντίστοιχες του Επίκουρου, αν και είναι σαφές, χωρίς να έχει επαρκώς τονιστεί, ότι η ηθική αποτελεί τον τομέα εκείνο στον οποίο ο Επίκουρος έχει τις περισσότερες οφειλές στην πλατωνική σκέψη. Οι κύριες έννοιες εδώ είναι: η ευχαρίστηση/χαρά/ηδονή (ἡδονή), η λύπη/οδύνη/στενοχώρια (λύπη) και ο ηδονισμός.
Οι αρχαιοελληνικές ηθικές θεωρίες ήταν “ευδαιμονιστικές”. Όλοι οι ηθικοί φιλόσφοι της αρχαιότητας συμφωνούν ότι η εὐδαιμονία, την οποία μπορούμε να μεταφράσουμε με ασφάλεια ως γενική ευτυχία και ευδοκίμηση, αποτελεί τον δικαιολογημένο έσχατο στόχο κάθε ανθρώπινου όντος. Βασική μέριμνα κάθε ηθικού στοχαστή ήταν να καταλήξει σε μια συνεπή θέση σχετικά με το τι στην πραγματικότητα περιλαμβάνει η ανθρώπινη ευτυχία και πώς μπορεί αυτή να επιτευχθεί. Η χαρά, η οποία κατανοείται τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από τους επικούρειους ως μια συνειδητή κατάσταση στον νου ενός ανθρώπου την οποία ο εν λόγω άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως ευχάριστη, καθίσταται, σε αυτά τα συμφραζόμενα, ζήτημα σημαντικό. Μια ευτυχισμένη ζωή πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι ευχάριστη για το άτομο που την ζει, και η χαρά είναι προφανώς ευχάριστη για όποιον την έχει. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη (Ηθικά Νικομάχεια 1101b27-31, 1172b9-15), ο Εύδοξος ο Κνίδιος, ένας μαθητής του Πλάτωνα, ήταν μάλλον ο πρώτος που υποστήριξε μια ηθική θεωρία κατά βάση ηδονιστική.
Ο ηδονισμός υποστηρίζει ότι η χαρά είναι το μόνο καθαυτό αγαθό (δηλ. αγαθό από μόνο του γι᾽αυτό που είναι και όχι για κάποιον άλλο λόγο) και η λύπη το μόνο καθαυτό κακό (δηλ. κακό από μόνο του και όχι για κάποιον άλλο λόγο). Όλα τα άλλα πράγματα είναι αγαθά ή κακά με παράγωγο τρόπο στον βαθμό που βοηθούν το άτομο να αποκτήσει τη χαρά και να αποφύγει τη λύπη. Ο ηδονισμός ως φιλοσοφική θέση ενισχύεται αποφασιστικά από τη φυσική τάση των ανθρώπων, που αποτελεί μέρος της ψυχολογικής σύστασής τους, να επιδιώκουν τη χαρά και να αποφεύγουν τη λύπη. Ωσόστο, η ύπαρξη μιας τάσης για κάτι δεν εξασφαλίζει από μόνη της την αγαθότητα του πράγματος προς το οποίο η τάση ρέπει. Το τυπικό αντεπιχείρημα των ηθικών ηδονιστών προς αυτή την αντίρρηση, επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, πρώτη φορά από τον Εύδοξο και τελειοποιήθηκε κατόπιν από τους επικούρειους, λέει ότι αφού αποτελεί αναντίρρητο δεδομένο της ανθρώπινης φύσης ότι επιδιώκουμε τη χαρά και αποφεύγουμε την οδύνη, είναι επίσης καλό να φερόμαστε με τον τρόπο αυτό – γιατί είναι καλό να ακολουθούμε τη φύση μας.
Ο Πλάτων δεν είναι ηδονιστής αλλά πραγματεύεται το ζήτημα του ηδονισμού και της ευχαρίστησης σε σημαντικούς διαλόγους όπως ο Πρωταγόρας, ο Γοργίας, το ένατο βιβλίο της Πολιτείας και ο Φίληβος, για τον απλούστατο λόγο ότι ο ηδονισμός φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι μια ελκυστική θεωρία. Ο Πλάτων αντιτείνει στον ηδονιστή τη θέση ότι το να επικεντρώνει κανείς την προσοχή του αποκλειστικά στην ευχαρίστηση είναι αποδεδειγμένα κάτι κακό γι’ αυτόν που το κάνει. Ταυτόχρονα ο Πλάτων αναγνωρίζει τη σημασία της ευχαρίστησης ως κινήτρου και δέχεται ότι η χαρά είναι αγαθό και η λύπη κακό, αν και αρνείται ότι η χαρά είναι το μοναδικό καθαυτό αγαθό και η λύπη το μοναδικό καθαυτό κακό. Υποστηρίζει, μάλλον σωστά, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δέχονται την ύπαρξη αγαθών και κακών ηδονών – άποψη που δύσκολο μπορεί να εναρμονιστεί με τη θέση του ηδονιστή που θεωρεί ότι μόνον η ευχαρίστηση είναι αγαθό και μόνον η οδύνη κακό. Υπέρτατος στόχος του ηθικού στοχαστή, κατά τον Πλάτωνα, είναι η κατασκευή μιας συνολικής θεωρίας περί ηθικής αξίας η οποία να παρέχει, εκτός των άλλων, κριτήρια ανεξάρτητα από τη χαρά και τη λύπη με βάση τα οποία ο άνθρωπος να μπορεί να επιλέγει τις αγαθές ηδονές και να αποφεύγει τις κακές, κάνοντας το αντίστοιχο και με τις οδύνες.
Αν και οι πλατωνικές ενστάσεις υπήρξαν επαρκείς ώστε να αποκλείσουν τον ηδονισμό από τη φιλοσοφική σκηνή για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο Επίκουρος κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί με ιδιαίτερη τέχνη τις απόψεις για τη φυσιολογία της ηδονής που είχε αναπτύξει ο Πλάτων στον Φίληβο, και να επανακαθορίσει έτσι τον ηδονισμό ως εύλογη ηθική θεωρία. Η άποψη που εξέφρασε ο Πλάτων εκεί μπορεί να συνοψιστεί στη θέση ότι υπάρχει μια φυσική κατάσταση ισορροπίας για κάθε οργανισμό η οποία αποτελεί την ύψιστη κατάσταση φυσιολογικής λειτουργικότητας του εν λόγω οργανισμού. Κάθε διατάραξη αυτής της ισορροπίας εξαιτίας, π.χ., έλλειψης υγρών ή τροφής, σημαίνεται, αν είναι αρκετά μεγάλη, στον πάσχοντα οργανισμό με ψυχολογικό τρόπο και αυτός, κατά συνέπεια, αισθάνεται οδύνη. Η διαδικασία πλησμονής, από την άλλη μεριά, του οργανισμού μέχρι του σημείου της αποκατάστασης της φυσικής και φυσιολογικής ισορροπίας του σημαίνεται ψυχολογικά ως ηδονή. Συνεπώς, η χαρά και η λύπη που νιώθει ένας οργανισμός μπορούμε να πούμε ότι οφείλουν την ύπαρξή τους σε ένα είδος κίνησης ή αλλαγής στη φυσιολογία του. Η λύπη είναι το αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από τη κατάσταση της ισορροπίας ενώ η χαρά το αποτέλεσμα της εκ νέου προσέγγισης αυτής της κατάστασης (31b-32b). Όταν η ισορροπία του οργανισμού έχει πλέον αποκατασταθεί, ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια ουδέτερη, όσον αφορά τη χαρά και τη λύπη, κατάσταση και κατά συνέπεια δεν βιώνει ούτε τη μία ούτε την άλλη (42e).
Ο Επίκουρος αποδέχτηκε την πλατωνική άποψη που έλεγε ότι η απομάκρυνση από τη φυσιολογική κατάσταση ισορροπίας βιώνεται ως οδυνηρή και η αποκατάστασή της ως ευχάριστη. Ωστόσο, αυτή η χαρά, η οποία συχνά αποκαλείται στις σχετικές συζητήσεις ‘κινητική’ για να φανεί η προέλευσή της από κινήσεις φυσιολογίας, αποτελεί το ένα από τα δύο είδη χαράς που αναγνώριζε ο Επίκουρος. Στους Βίους Φιλοσόφων Χ, 136 ο Διογένης Λαέρτιος παραθέτει από το έργο του Επίκουρου Περὶ αἱρέσεως καὶ φυγῆς ένα απόσπασμα στο οποίο αυτό το είδος διακρίνεται από ένα άλλο είδος ηδονών που ονομάζονται καταστηματικαί ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, ‘στατικές’. Η κατάσταση στην οποία αντιστοιχεί αυτό το είδος είναι εκείνη κατά την οποία ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ούτε λύπη ούτε κάποια ‘κινητική’ χαρά – όθεν και ο χαρακτηρισμός των αντίστοιχων ηδονών ως καταστηματικῶν. Η κατάσταση αυτή, η οποία προφανώς ταυτίζεται με την ουδέτερη ως προς τη χαρά και τη λύπη κατάσταση για την οποία μιλούσε ο Πλάτων στον Φίληβο, παράγει, κατά τον Επίκουρο, τη μέγιστη ηδονή. Αυτή η αλλαγή αντίληψης ως προς τον αντίκτυπο της κατά Πλάτωνα ουδέτερης κατάστασης επιτρέπει στον Επίκουρο να διαβαθμίζει τις ηδονές παραμένοντας ο ίδιος ηδονιστής, αφού το κριτήριο με το οποίο διαβαθμίζει τις ηδονές βασίζεται τώρα πλέον στην ίδια την έννοια της χαράς: πρώτον, όπως ειπώθηκε ήδη, η καταστηματική ηδονή είναι η μέγιστη ευχαρίστηση που μπορεί κανείς να βιώσει, και, δεύτερον, υπάρχουν καλύτερες και χειρότερες κινητικές ηδονές ανάλογα με το πόσο βοηθούν τον άνθρωπο να επιτύχει και να διατηρήσει την κατάσταση της καταστηματικής χαράς.
Η επιρροή του Πλάτωνα στον επικουρισμό περιορίστηκε βασικά στον χώρο της ηθικής. Ο Επίκουρος και οι οπαδοί του υιοθέτησαν επιχειρήματα από τον Φίληβο, αλλά τα μετασχημάτισαν (ή τα μεθερμήνευσαν) έτσι ώστε η στόχευσή τους να είναι τελικά, εν όλω ή εν μέρει, αντιπλατωνική. Με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσαν να χρησιμοποιήσουν τα κεντρικά στοιχεία μιας από τις πιο πλήρεις και αποτελεσματικές κριτικές του ηδονισμού στην ιστορία της φιλοσοφίας για να υποστηρίξουν την ηδονιστική θέση ότι η χαρά αποτελεί το ανώτατο αγαθό μιας ευτυχισμένης ζωής.
- Baily, CBaily, C. ed. , Epicurus. Hildesheim, 1970.
- Long, A. A. , Sedley, D. The Hellenistic Philosophers. Cambridge, 1987.
- Smith, M.F. Lucretius, On the Nature of Things. Indianapolis, 2001.
- Usener, H. Epicurea. Ρώμη, 1963.