Σωκρατικός διάλογος που κατατάσσεται συνήθως στην πρώτη συγγραφική περίοδο του Πλάτωνα. Πραγματεύεται το αντικείμενο αγάπης, το αγαπητό (φίλον), έχει όμως επίσης υποστηριχθεί ότι πραγματεύεται την φιλία ή, κατ’ άλλους, τον Έρωτα.
Ο Λύσις είναι ένας από τους δραματικά ζωηρότερους διαλόγους του Πλάτωνα. Ο Σωκράτης, πηγαίνει από την Ακαδημία στο Λύκειο ακολουθώντας την εξωτερική περίμετρο των τειχών και συναντά, μπροστά σε μια παλαίστρα, μερικούς νέους κι ανάμεσά τους δύο γνωστούς του, τον Ιπποθάλη και τον Κτήσιππο. Συζητώντας μαζί τους πληροφορείται τον έρωτα του Ιπποθάλη για έναν νεαρότερο έφηβο, τον Λύσι και τα καμώματα με τα οποία αυτός επιχειρεί να τον κερδίσει. Ο Σωκράτης δείχνει στον Ιπποθάλη ότι προσπαθεί με λάθος τρόπο και, μαθαίνοντας ότι ο Λύσις βρίσκεται στην παλαίστρα, αναλαμβάνει να του δείξει εμπράκτως πώς μπορεί πράγματι να τον γοητεύσει (203a – 207b). Η συνέχεια της συζήτησης διεξάγεται μέσα στην παλαίστρα, μεταξύ του Σωκράτη, του Λύσι (ο οποίος παρουσιάζεται να έχει κλίση προς τον φιλοσοφικός στοχασμό) και του συνομήλικου φίλου του Μενέξενου (ο οποίος έχει ήδη κάποια μικρή εμπειρία στον διαλογικό αγώνα). Ο Σωκράτης αρκετά γρήγορα επιτυγχάνει να γοητεύσει τον Λύσι, η συζήτηση όμως συνεχίζεται μέχρις ότου τη διακόψουν οι δούλοι που είναι επιφορτισμένοι με την επιτήρηση των εφήβων (παιδαγωγοί). Δύο από τα πρόσωπα του διαλόγου, o Κτήσιππος και ο Μενέξενος, απαντούν και σε άλλους διαλόγους του Πλάτωνα (ο Κτήσιππος στον Ευθύδημο, ο Μενέξενος στον ομώνυμο διάλογο και αμφότεροι στον Φαίδωνα), ο δε Λύσις είναι ιστορικά υπαρκτό πρόσωπο, συνομήλικος με τον Πλάτωνα ή λίγο μεγαλύτερος. Η συζήτηση διαδραματίζεται στην αρχή της άνοιξης (την ημέρα της εορτής των Ερμαίων) και τοποθετείται γύρω στο 409 π.Χ. Παρουσιάζεται υπό τη μορφή συνεχούς αφήγησης του Σωκράτη σε ένα άγνωστο πρόσωπο και είναι διανθισμένη με συχνές αναφορές στις συναισθηματικές αντιδράσεις των συμμετεχόντων.
Η κυρίως συζήτηση αφορά σε ένα ζήτημα συγγενικό προς το ζήτημα του ορισμού, στο ερώτημα «ποιός είναι φίλος;». Το ερώτημα δεν είναι ιδιαίτερα σαφές, λόγω του εύρους σημασιών της αρχαίας λέξης, που περιλαμβάνει τόσο τον φίλο με τις σημερινές σημασίες της λέξης, όσο και το αγαπημένο πρόσωπο ή, ακόμα (ως ουδέτερο: φίλον), κάθε τι αγαπητό. Ο Σωκράτης εκμεταλλεύεται με τέχνη την αμφισημία, επιχειρώντας να κινηθεί σε όλο αυτό το σημασιολογικό εύρος. Η συζήτηση συνίσταται σε αλλεπάλληλα εγχειρήματα απάντησης στο ερώτημα, στα οποία μπορούμε να διακρίνουμε δύο κύκλους: Σε έναν πρώτο κύκλο (203a-207b) ο Σωκράτης πείθει τον Λύσι ότι οι άνθρωποι είναι αγαπητοί όταν είναι ωφέλιμοι και είναι ωφέλιμοι όταν έχουν γνώση, όταν είναι σοφοί. Δεδομένου ότι οι γνώσεις του Λύση είναι πολύ περιορισμένες, προκύπτει ότι, για την ώρα τουλάχιστον, ο Λύσις δεν είναι ιδιαίτερα ωφέλιμος και αγαπητός στους γύρω του, ούτε καν στα συγγενικά του πρόσωπα. Ο Λύσις, αντιλαμβάνεται μεν το συμπέρασμα ως ταπεινωτικό για τον ίδιο, γοητεύεται όμως από τον Σωκράτη. Παρόλο που το ερώτημα «ποιός είναι φίλος;» φαίνεται να έχει απαντηθεί, ξεκινά (χάρη σε ένα δραματικό τέχνασμα) ένας δεύτερος κύκλος, πολύ εκτενέστερος, αποτελούμενος από τέσσερα εγχειρήματα απάντησης, που όλα καταλήγουν σε αδιέξοδο. Αρχικά (211a-213d) ο φίλος προσεγγίζεται ως υποκείμενο ή/και αντικείμενο του ρήματος φιλώ (αγαπώ). Όλες οι εναλλακτικές απαντήσεις απορρίπτονται, κατ’ ουσίαν είτε επειδή δεν επιδέχονται ως αντικείμενο αγάπης άψυχα πράγματα, είτε ως ανεπαρκείς όταν το αντικείμενο της αγάπης είναι πρόσωπο. Εν συνεχεία εξετάζεται αν φίλοι είναι αυτοί που είναι όμοιοι ή αντίθετοι μεταξύ τους (213e-216b), εκδοχές που παραπέμπουν στην προγενέστερη κοσμολογική φιλοσοφική και ποιητική παράδοση. Η ομοιότητα απορρίπτεται με την εισαγωγή της διάκρισης μεταξύ αγαθών και κακών ανθρώπων: οι μεν κακοί αλληλοβλάπτονται, ενώ οι αγαθοί είναι άχρηστοι ο ένας στον άλλον κι έτσι ούτε οι μεν, ούτε οι δε μπορούν να είναι φίλοι μεταξύ τους. Η φιλία των αντιθέτων απορρίπτεται λογικά, αφού ο φίλος δεν μπορεί να είναι φίλος με το αντίθετό του, τον εχθρό. H επόμενη εκδοχή (216c-220b) βασίζεται στην υπόθεση της ύπαρξης ενός πράγματος το οποίο δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό και εξετάζεται η φιλία του προς το αγαθό. Ως αιτία της παρουσιάζεται κάτι τρίτο, το κακό, το οποίο απειλεί το «μήτε αγαθό, μήτε κακό» και για τούτο αυτό επιζητεί το αγαθό. Σχετικά με το τελευταίο διαπιστώνονται δύο πράγματα: (1) τα αγαθά είναι αγαπητά (φίλα) ως μέσα για την επίτευξη περαιτέρω αγαθών και επομένως, ενώπιον του κινδύνου μιας ατέρμονης σειράς φίλων (2) είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε την ύπαρξη ενός πρωταρχικού αγαθού, ενός πρώτου φίλου, για χάρη του οποίου είναι όλα τα άλλα αγαπητά. Αυτό βέβαια είναι αγαπητό λόγω της απειλής του κακού. Το αίτιο όμως αυτό απορρίπτεται με την εισαγωγή της έννοιας της επιθυμίας και της διαπίστωσης ότι είναι επιθυμητά και επομένως αγαπητά πράγματα που δεν σχετίζονται με την απειλή κάποιου κακού (220b-221d). Έτσι υιοθετείται η εκδοχή (4η) ενός νέου αιτίου, του οικείου (συγγενικού -αυτού που φύσει μας αρμόζει, αλλά το στερούμαστε) ως αντικειμένου της επιθυμίας, της φιλίας και του έρωτα (221d-222b). Οι νεαροί συνομιλητές του Σωκράτη, όμως, αδυνατούν να διακρίνουν το συγγενικό από το όμοιο (βλ. κείμενο 1) κι έτσι η τέταρτη αυτή εκδοχή ανάγεται στα αδιέξοδα της εκδοχής του ομοίου. Στο σημείο αυτό ο Σωκράτης προτίθεται να συνεχίσει με ωριμότερους συνομιλητές, η συζήτηση όμως τελειώνει απότομα με την εισβολή των παιδαγωγών.
1. «Θέλετε λοιπόν μια και, θα έλεγα, έχουμε πελαγώσει εξετάζοντας τούτο το θέμα, να δεχτούμε και να πούμε ότι το συγγενικό είναι διαφορετικό από το όμοιο; -Βέβαια. –Τί από τα δύο συμβαίνει λοιπόν; Το αγαθό είναι συγγενικό με τα πάντα, ενώ απεναντίας το κακό είναι ξένο και εχθρικό; Ή το κακό είναι συγγενικό με το κακό, το αγαθό με το αγαθό και αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό με αυτό που επίσης δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό; -Είπαν ότι, κατά τη γνώμη τους, καθένα από τα τρία ζεύγη είναι συγγενικό. –Επομένως, παιδιά, σχετικά με τη φιλία ξαναγυρίζουμε στα λόγια που είχαμε απορρίψει προηγουμένως. γιατί σύμφωνα με αυτή την άποψη ο άδικος δεν θα είναι λιγότερο φίλος με τον άδικο ούτε ο κακός με τον κακό απ’ όσο ο αγαθός με τον αγαθό.» (Λύσις 222c-d).
Τι πραγματεύεται ο Λύσις; Είναι απορητικός διάλογος ή παρουσιάζει μια θετική θεωρία; Κλειδί για την απάντηση και στα δύο ερωτήματα αποτελεί η προοπτική που παραμένει ανοικτή στο τέλος της συζήτησης. Παρόλο που ο διάλογος τυπικά καταλήγει σε αδιέξοδο, εκκρεμεί εμφανώς και παραμένει ανεξέταστη η θέση ότι το συγγενές και αγαπητό (φίλον) σε εμάς (που δεν είμαστε ούτε πλήρως αγαθοί ούτε τελείως κακοί) είναι το αγαθό. Με αυτόν τον τρόπο επανέρχεται στο προσκήνιο η εκδοχή της αγάπης «αυτού που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό» προς το αγαθό. Αυτή τη φορά όμως αίτιο της αγάπης δεν είναι πλέον η απειλή κάποιου κακού, αλλά η έλξη την οποία ασκεί το ίδιο το αγαθό σε μας, ως κάτι δικό μας που μας λείπει. Αυτή την εκδοχή αδυνατούν να εντοπίσουν οι νεαροί συνομιλητές του Σωκράτη και εύλογα υποθέτουμε ότι αυτήν ενδιαφέρεται ο Σωκράτης να συζητήσει με άλλους ωριμότερους συνομιλητές. Αντί της συζήτησης αυτής όμως, ο Πλάτων επιλέγει να δώσει ένα δραματικό τέλος στον διάλογο και να αφήσει το ζήτημα εκκρεμές. Η επιλογή του δηλώνει ότι θεωρεί πως στο σημείο τούτο έκλεισε ένας ερευνητικός κύκλος, κι ότι ο νέος κύκλος που αναφαίνεται έχει τόσο διαφορετικές απαιτήσεις, ώστε να είναι προτιμότερο να αποτελέσει ένα αυτόνομο λογοτεχνικό δημιούργημα. Πώς πρέπει να προσδιορίσουμε την ενότητα του κύκλου που αποτελεί ο Λύσις; Κατ’ αρχήν, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ο Πλάτων απορρίπτει το εγχείρημα μιας θεωρίας της φιλίας, εννοούμενης υπό την τρέχουσα σημασία της λέξης. Μια θεωρία της φιλίας έχει λόγο ύπαρξης εφόσον κάποια μορφή αμοιβαιότητας (ανταπόκρισης, αλληλοαναγνώρισης κλπ.) καθορίζει το είδος αγάπης ή ενδιαφέροντος που τρέφουν οι φίλοι ο ένας προς τον άλλον. Ο Πλάτων, αντίθετα, στρέφοντας τη συζήτηση προς το αγαθό ως αντικείμενο αγάπης, αναζητά μια μη αμφίδρομη σχέση, αφού το αγαθό, προφανώς, δεν ανταποκρίνεται. (Μια τέτοια θεωρία αγάπης θα μπορούσε ενδεχόμενα να εξηγήσει παρεμπιπτόντως και την φιλία, αυτό όμως δεν θα την καθιστούσε θεωρία φιλίας.) Θα μπορούσαμε, επομένως, να θεωρήσουμε ότι στον Λύσι ο Πλάτων ασχολείται με τον Έρωτα; (Τα δραματικά στοιχεία του διαλόγου συνηγορούν άλλωστε, προς αυτήν την ερμηνευτική κατεύθυνση.) Στην περίπτωση αυτή ο Λύσις θα έπρεπε να εννοηθεί ως ένα ερευνητικό εγχείρημα που ολοκληρώνεται τελικά στο Συμπόσιο και στον Φαίδρο. Τούτο αληθεύει σε κάποιο βαθμό, φαίνεται όμως ότι στον Λύσι συντελείται μια ευρύτερη ερευνητική εργασία, η οποία δεν αποτελεί απλώς προεργασία αυτών των διαλόγων: με έναυσμα τις εμπειρίες του έρωτα και της φιλίας, ο Λύσις συνιστά μια συστηματική αναλυτική διερεύνηση της έλξης προς κάθε τι αγαπητό, επιστρατεύοντας ως κρίσιμες τις έννοιες της χρησιμότητας, της ομοιότητας και της διαφοράς, του αγαθού και του φύσει συγγενούς. Η έρευνα έχει σαφή προσανατολισμό προς την πλατωνική μεταφυσική, σταματά όμως με αυστηρότητα στο κατώφλι της, όταν η περαιτέρω αναζήτηση απαιτεί επιτακτικά δύο πράγματα: τον προσδιορισμό της φύσης του αγαθού, αφ’ ενός και της ανθρώπινης φύσης, αφ’ ετέρου, έτσι ώστε να εξηγηθεί η μορφή συγγένειας χάρη στην οποία το αγαθό αποτελεί αντικείμενο της ανθρώπινης επιθυμίας.
Ο Λύσις συνήθως θεωρείται έργο της πρώιμης περιόδου του Πλάτωνα λόγω της απορητικής του μορφής, της ενασχόλησης με τις ανθρώπινες σχέσεις, το είδος αναζήτησης που, λίγο-πολύ συνιστά αναζήτηση ορισμού, αλλά και των κοινών του δραματικών και σκηνικών χαρακτηριστικών με έναν άλλο διάλογο αυτής της περιόδου, τον Χαρμίδη. Ο έντονος όμως προσανατολισμός του προς την πλατωνική μεταφυσική και σε έργα της μέσης περιόδου του Πλάτωνα μας καλεί να τον εντάξουμε (αν επιμένουμε στην περιοδολόγηση των Πλατωνικών διαλόγων) στην ομάδα διαλόγων που τοποθετούμε στο μεταίχμιο των δύο περιόδων.
- Σκουτερόπουλος, Ν.Μ. Πλάτωνος, Λύσις. Αθήνα, 1981.
- Rowe, C., Penner, T. Plato’s Lysis. Cambridge, 2005.