Σωκρατικές σχολές
Η προσωπικότητα του Σωκράτη άσκησε ισχυρή επίδραση όχι μόνο στον Πλάτων ααλλά και στους λεγόμενους ελάσσονες σωκρατικούς φιλοσόφους. Ο Αντισθένης ο Αθηναίος, ο Αρίστιππος από την Κυρήνη, ο Ευκλείδης από τα Μέγαρα και ο Φαίδων από την Ηλεία, όλοι τους μέλη του στενού σωκρατικού κύκλου, επιδίωξαν μετά το θάνατο του Σωκράτη τη συνέχιση της σωκρατικής παράδοσης. Στις δικές τους διδασκαλίες βασίστηκε η κυνική, η κυρηναϊκή, η μεγαρική και ηηλιακή φιλοσοφία αντιστοίχως (4ος αι. – β΄ μισό 3ου αι. π.Χ.). Αυτές οι σχολές σκέψης ονομάστηκαν σωκρατικές.
Η φιλοσοφία στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσωπικότητα και τη διδασκαλία του Σωκράτη. Η συναναστροφή μαζί του αλλά και η στάση του απέναντι στο κατηγορητήριο, τη δίκη, και τη θανατική καταδίκη του από τη δημοκρατική πολιτεία αποτέλεσαν καθοριστική εμπειρία για όλα τα πρόσωπα του σωκρατικού κύκλου. Μολονότι ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα, πολλοί από τους μαθητές του επιδόθηκαν μετά το θάνατό του στη συγγραφή διαλόγων με πρωταγωνιστή το Σωκράτη υπερασπίζοντας τη μνήμη του και ανασκευάζοντας τις εναντίον του κατηγορίες. Εγκαινίασαν έτσι ένα νέο γραμματειακό είδος, τους «σωκρατικούς λόγους» - μόνο όμως έργα του Πλάτωνα (427-347 π.Χ.) και του Ξενοφώντα (427-355 π.Χ.) σώθηκαν ολοκληρωμένα. Η δεσπόζουσα θέση που απέκτησαν οι διάλογοι του Πλάτωνα στην ιστορία της δυτικής σκέψης συσκοτίζει το χαρακτήρα και τη σημασία της φιλοσοφικής και συγγραφικής δραστηριότητας των υπολοίπων σωκρατικών. Και όμως, ο Αντισθένης ,ο Αρίστιππος, ο Ευκλείδης και ο Φαίδων όχι μόνο ανέπτυξαν τις δικές τους φιλοσοφικές απόψεις αλλά επιπλέον «ίδρυσαν» τις σχολές των Κυνικών, των Κυρηναϊκών, των Μεγαρικών και των Ηλιακών αντιστοίχως (σε αντίθεση με τον Ξενοφώντα ή τον Αισχίνη που δεν συνδέθηκαν με την απαρχή μιας ξεχωριστής διανοητικής κίνησης). Οι Σωκρατικοί και οι σχολές τους ακμάζουν από τις αρχές του 4ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. Έχοντας κοινή τη σωκρατική αφετηρία ακολουθούν διαφορετικές κατευθύνσεις διεκδικώντας την αποκλειστικότητα της σωκρατικής κληρονομιάς (όπως άλλωστε και ο Πλάτωνας και η Ακαδημία). Όλοι τους πάντως, λιγότερο ή περισσότερο, αποδέχονται τη σωκρατική σύνδεση γνώσης και αρετής, αποδίδουν πρωταρχική σημασία στην αρετή για την κατάκτηση της ευδαιμονίας και αναγνωρίζουν το θεμελιώδη ρόλο της φιλοσοφίας για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και την απόκτηση αυτοκυριαρχίας. Διαθέτοντας μόνο σπαράγματα και έμμεσες μαρτυρίες δεν είναι εύκολο να αναγνωριστούν με ασφάλεια οι απόψεις κάθε σχολής, να εντοπιστούν οι διαφοροποιήσεις των μελών στο εσωτερικό τους, να ανιχνευθεί η πρωτοτυπία μιας θέσης ή να εξηγηθεί η σωκρατική προέλευση φαινομενικά αντιδιαμετρικών τοποθετήσεων (π.χ. ηδονισμός/αντιηδονισμός).Δεν είναι επίσης πάντοτε εφικτός ο ακριβής διαχωρισμός ανάμεσα στη πρώτη γενιά Σωκρατικών και τις Σωκρατικές σχολές. Ενώ και για τις διανοητικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους φιλοσόφους του 4ου αιώνα π.Χ. οι οποίες συνέτειναν στη μορφοποίηση των διδασκαλιών των σχολών θα αρκεστούμε σε εικασίες μόνο. Πολύ περισσότερο όταν στις σωκρατικές σχολές, ο όρος σχολή δεν αναφέρεται πρωταρχικά σε θεσμό εκπαίδευσης (όπως ισχύει υπό προϋποθέσεις για την πλατωνική Ακαδημία). Η σχολή παραπέμπει γενικότερα σε κληροδοτημένη διδασκαλία και ειδικότερα σε στοχαστική παράδοση η οποία συντηρείται μέσα από μία αδιάσπαστη «διαδοχή» σχέσεων μαθητείας με αφετηρία ένα μέλος του σωκρατικού κύκλου που θεωρείται ιδρυτής της σχολής. Καθώς ο ένας σχολάρχης διαδέχεται τον άλλο οι ιδέες αλλά και το ηθικοπρακτικό υπόδειγμα του ιδρυτή (και μαθητή του Σωκράτη) μεταφέρονται στα μέλη της σχολής. Η φιλοσοφική γενεαλογία της κάθε σχολής είναι βεβαίως δημιούργημα των δοξογράφων της ελληνιστικής περιόδου.Η αξιοποίηση των μαρτυριών για τις σωκρατικές σχολές απαιτεί επομένως ερμηνευτική εγρήγορση.
Ο Διογένης από τη Σινώπη (403-323 π.Χ.) υπήρξε ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του κινήματος και ονομάστηκε Κυνικός (από την παρομοίωση με κύνα) για την αναίδεια του. Ήταν ο ιδρυτής της σχολής των Κυνικών έστω κι αν σε ορισμένες πηγές αναφέρεται ο Αντισθένης (περίπου 446-366 π.Χ.) ως πρώτος Κυνικός και δάσκαλος του Διογένη. Η έμμεση επίδραση του Αντισθένη στη διαμόρφωση του Διογένη είναι αναμφισβήτητη. Αλλά άμεση σχέση και μάλιστα δασκάλου-μαθητή είναι πολύ αμφίβολη. Στον πρώιμο κυνισμό του 4ου και 3ου αιώνα ξεχωρίζει ο Κράτης από την Θήβα ( περίπου 365-285 π.Χ.), η Ιππαρχία και ο Μητροκλής από τη Μαρώνεια, ο Βίων ο Βορυσθενίτης και ο Μένιππος από τα Γάδαρα. Η παρουσία του κινήματος συνεχίστηκε στο ρωμαϊκό κόσμο έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. Τα κείμενα των Κυνικών δεν έχουν σωθεί αλλά έμμεσες μαρτυρίες από μεταγενέστερες πηγές.Στον πυρήνα του Κυνισμού βρίσκεται η ευδαιμονία εννοούμενη ως ζωή σε συμφωνία με τη φύση. Πρόκειται για ένα ασκητικό ιδεώδες ενάρετης αυτάρκειας το οποίο επιδιώκεται μέσα από την άσκηση. Η προκλητική αδιαφορία για τις κοινωνικές συμβάσεις και η έμπρακτη περιφρόνηση απέναντι στις παραδεδομένες ιεραρχίες αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των πρακτικών αρχών των Κυνικών και περιγράφεταισε παροιμιώδη για την κυνική στάση ανέκδοτα (με τον Διογένη στο πιθάρι, την παρρησία στο διάλογό του με τον Μέγα Αλέξανδρο, την κατηγορία για νόθευση του νομίσματος, κ.ο.κ.). Με τη συνδρομή του ορθού λόγου οι Κυνικοί ελέγχουν καθιερωμένες γνώσεις και μαθήσεις και υιοθετούντον κοσμοπολιτισμό. Η άσκηση της ψυχής και του σώματος ενδυναμώνει την ανεξαρτησία του ατόμου απέναντι σε καθετί εξωτερικό και περιττό και επιπλέον ενισχύει τη θέλησή του απέναντι στη γοητεία της ηδονής. Μια διαδικασία «απομάθησης» επιτρέπει στο άτομο να απορρίψει τις πολιτιστικές αξίες που αποτελούν εμπόδιο για τη ζωή κατά φύση. Η παραδειγματική εικόνα κυνικού σοφού είναι ο περιπλανώμενος ζητιάνος με το ραβδί, το δισάκι και το φθαρμένο ένδυμα.
Ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος ο Πρεσβύτερος (435-355 π.Χ.) πιστεύεται ότι θεμελίωσε τον κυρηναϊκό ηδονισμό. Ιδρυτής όμως και σχολάρχης της σχολής των Κυρηναϊκών υπήρξε στην πραγματικότητα ο εγγονός του Αρίστιππος ο Νεότερος ή και Μητροδίδακτος (από την μητέρα του Αρήτη). Άλλοι σημαντικοί εκπρόσωποι του κυρηναϊσμού μέχρι και τα μισά του 3ου αιώνα π.Χ. ήταν ο Ηγησίας, ο Αννίκερις και ο Θεόδωρος ο Κυρηναίος. Ο καθένας τους εκπροσωπούσε μια δική του εκδοχή κυρηναϊκού ηδονισμού. Η ηδονή έχει καθοριστική σημασία για την ηθική των κυρηναϊκών και η αντίληψή τους για τον ηδονισμό διαμορφώνεται στη βάση μιας ανάλυσης για τις «κινήσεις» της ηδονής και του πόνου (λεία και τραχεία, αντιστοίχως) και τις υποκειμενικές εμπειρίες που συνδέονται με αυτές τις κινήσεις. Οι βασικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις της κυρηναϊκής ηθικής είναι δύο. Πολλοί θεωρούν ότι ο κυρηναϊκός ηδονισμός, στο βαθμό που ταύτιζε τον τελικό σκοπό της πράξης με την επιμέρους, σωματική ηδονή του παρόντος, υπήρξε η μοναδική ηθική θεωρία που απέρριπτε τον αρχαίο ελληνικό ευδαιμονισμό. Άλλοι όμως υποστηρίζουν ότι, σύμφωνα με τις πηγές, για τους Κυρηναϊκούς ο ηδονισμός και ο ευδαιμονισμός δεν ήταν ασυμβίβαστα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο «υποκειμενισμός» της κυρηναϊκής γνωσιολογίας αποκτά θεμελιώδη σημασία. Οι κυρηναϊκοί, χωρίς να αρνούνται την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου, πίστευαν ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποκτήσει γνώση των ιδιοτήτων των αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου. Η γνώση του περιορίζεται στη συναίσθηση των υποκειμενικών εμπειριών του, γνωρίζει τα δικά του πάθη.
Ο Φαίδων από την Ηλεία,συνομιλητής του Σωκράτη (γνωστός και από τον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο), ίδρυσε στην πατρίδα του τη δική του σχολή. Στους σωκρατικούς διαλόγους Ζώπυρος και Σίμων ο Φαίδων επιχειρηματολογεί για την ευεργετική επίδραση που μπορεί να ασκήσει η φιλοσοφία στο χαρακτήρα κάθε ανθρώπου ανεξαρτήτως σωματικών χαρακτηριστικών, καταγωγής, παιδείας ή συνθηκών και περιστάσεων. Επιβεβαιώνει την αξία της φιλοσοφίας για την κατάκτηση της αρετής(η οποία δεν είναια σύμβατη με ηδονές που προέρχονται από ενάρετες πράξεις).Στους διαδόχους του Φαίδωνα συγκαταλέγεται και οΜενέδημος από την Ερέτρια (εξού και η μετονομασία της σχολής στη συνέχεια σε Ερετρική). Τον απασχόλησε ιδιαίτερα το σωκρατικό ζήτημα της ενότητας της αρετής και γι’ αυτό στράφηκε στη λογική, τη θεωρία της γλώσσας και τη μεταφυσική. Πιθανότατα ταύτιζε την αρετή με το αγαθό και υποστήριζε ότι τα πολλά, διαφορετικά ονόματα των διαφορετικών αρετών είναι ουσιαστικά συνώνυμα και αναφέρονται στην αρετή ως ένα, ενιαίο πράγμα. Ο Ευκλείδης από τα Μέγαρα(περίπου 450-380 π.Χ), ιδρυτής της Μεγαρικής Σχολής (γνωστός από την εισαγωγική σκηνή του πλατωνικού Θεαίτητου) υποστήριζε την ενότητα του αγαθού αξιοποιώντας ελεατικό λεξιλόγιο. Τα μέλη της σχολής δεν απέφευγαν τις έρευνες της λογικής και φημίζονταν για τη ενασχόλησή τους με λογικά παράδοξα. Ο διάδοχος του Ευκλείδη Στίλπων από τα Μέγαρα (360-280 π.Χ.) άσκησε επίσης κριτική στη χρήση του συνδετικού ρήματος «είναι». Κατά κύριο λόγο όμως τα ηθικά ερωτήματα παρέμειναν στο επίκεντρο της ενασχόλησής τους. Αντιθέτως, αυτόνομο ενδιαφέρον για τη θεωρία της διαλεκτικής ανέπτυξε ο Κλεινόμαχος ο Θούριος, μαθητής του Ευκλείδη και ιδρυτής της σχολής των Διαλεκτικών. Στους Διαλεκτικούς εντάσσονται ο Διόδωρος Κρόνος και ο Φίλων (που ασχολήθηκαν με τη λογική των προτάσεων) και ο Διονύσιος από τη Χαλκηδόνα (με ενδιαφέρον για τη θεωρία του ορισμού). Ο Ζήνων, ο ιδρυτής του στωικισμού, υπήρξε μαθητής και του Στίλπωνα αλλά και του Διόδωρου. Στην ελληνιστική περίοδο οι Στωικοί και οι Επικούρειοι αλλά και οι Σκεπτικοί προοδευτικά κυριάρχησαν και οι σωκρατικές σχολές υποχώρησαν. Αλλά και αυτές οι σχολές της φιλοσοφίας – και κατεξοχήν ανάμεσά τους οι Στωικοί –επικαλούνταν κάποιας μορφής σωκρατική αφετηρία και διεκδικούσαν τη σωκρατική κληρονομιά.
- Giannantoni, G. ed. .
- Döring, K. Die Megariker: Kommentierte Sammlung der Testimonien. Amsterdam, 1972.
- Goulet-Cazé, M-I, Branham, B. eds. The Cynics. The Cynic Movement in Antiquity and its Legacy. Berkeley, Los Angeles, 1996.
- Algra, K., Barnes, J., Mansfeld, J., Schofield, M. eds. The Cambridge History of Hellenistic Philosophy. Cambridge, 1999.
- Ober, JSchofield, M. ed. . The Cambridge Companion to Socrates. Cambridge University Press, 2011.
- Σκουτερόπουλος, Ν.Μ. Οι αρχαίοι κυνικοί: Αποσπάσματα και μαρτυρίες. Αθήνα, 1998.
- Τσούνα, Β. Γνώση, ηδονή, ευδαιμονία. Αθήνα, 2012.
- Tsouna, V. The epistemology of the Cyrenaic school. Cambridge, 1998.
- Vander Waerdt, P. The Socratic Movement. Ithaca, NewYork, 1994.