Κατηγορία: Αρχαιολογικοί χώροι
Ο Πλάτων στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη
Ο Πλάτων απεικονίζεται στη βυζαντινή και περισσότερο στη μεταβυζαντινή τέχνη σε τοιχογραφίες έξω από τον κυρίως ναό ως Έλληνας σοφός, με εικονογραφικά στοιχεία που ποικίλλουν, και εντάσσεται στον κύκλο των αρχαίων Ελλήνων σοφών που μίλησαν για τον Λόγο (του Θεού).
Οι παραστάσεις (αρχαίων) φιλοσόφων στη χριστιανική τέχνη της Ανατολής είναι φαινόμενο που εμφανίζεται στα πρωτοχριστιανικά χρόνια (στην επιτύμβια τέχνη), συνεχίζεται στην υστεροβυζαντινή περίοδο και γνωρίζει άνθηση από τον 16ο αιώνα. Οι πρώτες ‘χριστιανικές’ απεικονίσεις του Πλάτωνα πρέπει ίσως να αποδοθούν στους γνωστικούς Καρποκρατιανούς (2ος αι.) που τιμούσαν την εικόνα του Χριστού αλλά και φιλοσόφων όπως του Πλάτωνα. Απεικονίσεις φιλοσόφων, πιθανότατα και του Πλάτωνα, σε ναούς μαρτυρούνται για τον 12ο αιώνα (Μ. Τιμίου Σταυρού Ιερουσαλήμ, Ν. Γεννήσεως Βηθλεέμ). Βέβαιη είναι η απεικόνιση του Πλάτωνα στο Πρίζρεν (Ν. Θεοτόκου 1307-13, κατεστραμμένη) και στον Άγ. Γεώργιο Βιάννου (Κρήτη, 1401), στα Λειβάδια Μυλοποτάμου (14ος-15ος αι.), ενώ αβέβαιη σε καταστραμμένη ζώνη τοιχογραφίας στους Αγ. Αποστόλους Θεσσαλονίκης (1329;).
Ο Πλάτων πιθανότατα ταυτίζεται με κάποιους από τους πολλούς ανώνυμους φιλοσόφους που απεικονίζονται στην Κρήτη (Ν. Κοιμήσεως, Μέρωνας Ρεθύμνου 14ος αι., Α. Γεώργιος Ιεράπετρας 14ος αι., Βορίζια Ηρακλείου 1431). Άγνωστης χρονολόγησης είναι οι καταστραμμένες παραστάσεις σε νάρθηκες ναών στο Ικόνιο, σε μερικές από τις οποίες μαρτυρείται ότι ο Πλάτων είχε φωτοστέφανο• τοπικοί θρύλοι συνδέουν πολλές τοποθεσίες με τον Πλάτωνα, ακόμη και με τον τάφο του! Ο Πλάτων παριστάνεται συνήθως ανάμεσα σε άλλους φιλοσόφους εντός της ευρύτερης παράστασης «Ρίζα Ιεσσαί» (κάτι σαν τη γενεαλογία του Ιησού), πολύκλαδο δέντρο που τα κλαδιά του καταλήγουν σε προφήτες με φωτοστέφανο που κρατούν ειλητά (αναδιπλωνόμενα ρολά) με προφητείες για την έλευση του Ιησού, ενώ πιο κάτω βρίσκονται οι αρχαίοι σοφοί με ανάλογες προφητείες. Άλλες μορφές που απεικονίζονται είναι: Όμηρος, Αριστοτέλης, Πλάτων, Σιβύλλα, Πυθαγόρας, Σόλων, Πλούταρχος, Κλεάνθης, Φίλων/Χείλων, Γαληνός, Σοφοκλής, Ευρυπίδης, Θουκυδίδης, Ιώσηπος κ.ά. Οι παραστάσεις βρίσκονται στους νάρθηκες (όχι εντός του κυρίως ναού) ή στις τράπεζες των μονών. Ο εικονογραφικός τύπος του μεταβυζαντινού Πλάτωνα δεν είναι σταθερός. Επιγράφεται συνήθως «Πλάτων», κάποιες φορές «σοφός Πλάτων» και μία φορά τουλάχιστον «Έλλην Πλάτων» (Μ. Φιλανθρωπηνών, Ιωάννινα), για να διακριθεί καθότι εθνικός από τους αγίους. Απεικονίζεται όρθιος, συχνά με ανάταση προς τα επάνω, συνήθως ως γέρος με λευκή γενειάδα και κάποτε ως αγένειος νέος. Η ενδυμασία του ποικίλλει και έχει θρησκευτικά και κοσμικά στοιχεία της εποχής της εικονογράφησης ή του εικονογραφικού προτύπου, όχι πάντως της αρχαιότητας: άμφια, πορφύρες, ένδυμα βυζαντινού ηγεμόνα, στολή αξιωματούχου, χιτώνιο. Στο κεφάλι φέρει κάλυμμα (βασιλικό, ανατολίζον) ή στέμμα, ενώ σπάνια είναι ασκεπής. Στα χέρια του κρατά ανοιχτό μεγάλο ειλητό, όπου είναι ευανάγνωστα γραμμένη η ρήση (ολόκληρη ή συχνότερα συντομευμένη): «Ο παλαιός νέος και ο νέος αρχαίος• ο πατήρ εν τω γόνω και ο γόνος εν τω πατρί• το εν διαιρείται εις τρία και τα τρία εις εν• άσαρκον σαρκικόν και θνητόν αθανατεί (ή: γίνεται εκ του ουρανού)». Τα λόγια δεν είναι, φυσικά, του Πλάτωνα, αλλά επινοημένα ώστε να ταιριάζουν στο κλίμα της προφητείας περί έλευσης του Ιησού. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλη τοιχογραφία (Μ. Θεοτόκου, Πρίζερεν): «Κάποτε θα έρθει ο Λόγος πάνω στη γη, για να ζήσει ένσαρκος». Σε τριαδολογικό πλαίσιο ανήκει η ρήση «Μιλώ για έναν Θεό Ύψιστο σε τρία…» (Λειβάδια Μυλοποτάμου). Του αποδίδεται, τέλος, και μια ρήση, σπανιότερη αλλά εγγύτερη στη σκέψη και στα κείμενα του Πλάτωνα (Μ. Μεγίστης Λαύρας): «Ο Θεός ήταν πάντα και είναι και θα είναι, ούτε αρχή ούτε τέλος έχει» (πρβλ. Συμπόσιον 211a). Οι απεικονίσεις φιλοσόφων παραπέμπουν στο εικονογραφικό μοτίβο του κύκλου των φιλοσόφων ή των σοφών που είναι γνωστό από την ύστερη αρχαιότητα και επιβιώνει ως τα μεταβυζαντινά χρόνια. Στη Μ. Φιλανθρωπηνών (1560) η γενική επιγραφή εξηγεί: «Επτά φιλόσοφοι σε κάποια οικία των Αθηνών συνεδρίασαν και ξεκίνησαν να μιλούν με λόγο σοφότατο και απόρρητο περί της παρουσίας του Χριστού του Θεού μας»• ανάμεσά τους ο Πλάτων, αλλά και ο Απολλώνιος Τυανεύς. Η θεολογική αιτιολόγηση της παρουσίας τους είναι σαφής και συνειδητή, ανεξάρτητα από το αν είναι ιστορικο-φιλοσοφικά ακριβής. Κατά τον Διονύσιο εκ Φουρνά (στην Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης, §§135-136• των αρχών του 18ου αι. αλλά με παλαιότερες πηγές), πρόκειται για τους «Έλληνες» (=εθνικούς) που μίλησαν «περί της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού» και, στην παράσταση, κοιτούν ή και δείχνουν την απεικονιζόμενη γέννηση του Χριστού. Έτσι συσχετίζονται οι εβραίοι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης με τους έλληνες στοχαστές, σαν όλοι τους να προσδοκούν την έλευση του Μεσσία. Ο Πλάτων απεικονίζεται σταθερά σχεδόν σε όλες τις παραστάσεις, κάτι που δείχνει τη μεγάλη σημασία του, όχι όμως μεγαλύτερη από του Αριστοτέλη που δεν απουσιάζει ποτέ. Επιλέγεται επειδή δέχεται τον Θεό, δίπλα στον Σωκράτη, τον Πυθαγόρα, τον Αριστοτέλη και τον Πλούταρχο –εξάλλου, κατά τη θεωρία του σπερματικού λόγου (βλ.
Κλήμης Αλεξανδρεύς
), είχε θεωρηθεί σαν χριστιανός πριν από τον Χριστό και ένα είδος μονοθεϊστή, και είχε συσχετιστεί με τους προφήτες (ψδ-Ιουστίνος, Λόγος παραινετικός προς Έλληνας 26-27). Τέτοιοι συσχετισμοί, με ρητά σαν τα παραπάνω, υπάρχουν σε διάφορες μικρές μεσαιωνικές συλλογές κειμένων, που λειτούργησαν ως εικονογραφικές οδηγίες για τη ‘Ρίζα Ιεσσαί’ (το παλαιότερο σωζόμενο: Paris. Gr. 400 του 1344, ff.33-34• βλ. και Σπετσιέρης, 430, Premerstein, 662-3). Η βυζαντινή αυτή παράδοση πρέπει να αποτελεί και πηγή της μνημειώδους γλυπτικής σύνθεσης στην πρόσοψη του Καθεδρικού του Orvieto (1305-1308). Η συχνή εμφάνιση του Πλάτωνα και άλλων αρχαίων σοφών στους μεταβυζαντινούς ναούς συνδέθηκε με την αναγέννηση της (χριστιανικής) παιδείας και τον συσχετισμό της με την αρχαία ελληνική, με το γενικότερο ενδιαφέρον των Ελλήνων για το αρχαίο παρελθόν τους, καθώς και με την προσπάθεια για συγκερασμό μορφών και συμβόλων του χριστιανικού κόσμου με νέες ή επανερχόμενες ηθικές και κοινωνικές αξίες. Πάντως οι σχετικές παραστάσεις εκλείπουν από το τέλος του 18ου αι., περίοδος που συμπίπτει με τις αντιδράσεις του Πατριαρχείου για τη στροφή στη φιλοσοφία. Μεταβυζαντινές απεικονίσεις του Πλάτωνα: Άγιον Όρος: τράπεζα Μεγίστης Λαύρας (1522-1530/1535-41), Μ. Ιβήρων (1683), Μ. Βατοπεδίου (1858), Μ. Σταυρονικήτα (1546 –κατεστραμμένη). Ήπειρος: Μ. Φιλανθρωπηνών Ιωαννίνων (1560), Αγ. Νικόλαος Τσαριτσάνης (1615), Μ. Βελλάς (1745). Δυτική Μακεδονία: Αγ. Παρασκευή/Πρ. Ηλίας Σιάτιστας (1744). Πελοπόννησος: Αγ. Δημήτριος Χρυσάφων Λακωνίας (1641), Μ. Ζωοδόχου Πηγής Γόλας Λακωνίας (1673). Βουλγαρία: Αρμπάνασι (1649), με σλαβικές επιγραφές, Μαρίας Πετριτζωνίτισσας, Μπάτσκοβο (1643). Ρουμανία: Χουμουρουλούι (1530), Βάτρα Μολοβίτσεϊ (1536), Βόρονετς (1546) με ελληνικές επιγραφές, στις εξωτερικές επιφάνειες των ναών, Αγ. Γεώργιος της Σουτσεάβα, Σουκεβίτα, Πέτρου και Παύλου Ιασίου (1671/2). Ρωσία: Ν. Ευαγγελισμού Κρεμλίνο, Μόσχα (16ος). Σε άμφια: χρυσοκέντητη «ποδέα» της Μ. Λειμώνος Λέσβου (α΄ μισό 17ου αι.).
- Bees, N.A. Byzantinisch-Neugriechische Jahrbücher. 1923.
- Dujčev, I, Antike heidnische Dichter und Denker in der alten bulgarischen Malerei . Sofia, 1978.
- Nandriş, G. Christian Humanism in the Neo-byzantine Mural-Painting of Eastern Europe. Wiesbaden, 1970.
- Premerstein, Α. von. Festschrift der Nationalbibliothek in Wien. Wien, 1926.
- Γουλουλής, Σ. ‘Ρίζα Ιεσσαί’: Ο σύνθετος εικονογραφικός τύπος, 13ος-18ος αι.. Θεσσαλονίκη, 2007.
- Μπενάκης, Λ. Αναφορά μνήμης Ι.Ν. Θεοδωρακοπούλου. Σκάλα Λακωνίας, 1993.
- Σπετσιέρης, Κ. "«Εικόνες Ελλήνων φιλοσόφων εις Εκκλησίας»." Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών 14 (1963-1964)
- Σπετσιέρης, Κ. "Εικόνες Ελλήνων φιλοσόφων εις Εκκλησίας: Συμπληρωματικά στοιχεία." Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αθήνα 24 (1975)