Σωκρατικός και πλατωνικός διάλογος
Σωκρατικοί διάλογοι είναι τα διαλογικά κείμενα που έγραψαν οι μαθητές του Σωκράτη με πρωταγωνιστή τον ίδιο, εξέχουσα θέση ανάμεσα στους οποίους κατέχουν οι πλατωνικοί διάλογοι. Συχνά όμως αποκαλούνται «σωκρατικοί» οι πρώιμοι διάλογοι του Πλάτωνα.
Tην εποχή που αρχίζει να γράφει ο Πλάτων, στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., δεν υπάρχει καθιερωμένη παράδοση γραφής της φιλοσοφίας. Oι
προηγούμενοι φιλόσοφοι
είχαν χρησιμοποιήσει ως όχημα μετάδοσης των ιδεών τους τόσο τον πεζό λόγο (Aναξαγόρας, Δημόκριτος, Σοφιστές) όσο και την ποίηση (Ξενοφάνης, Παρμενίδης, Eμπεδοκλής), τους χρησμούς (Hράκλειτος) ή την αποκλειστικά προφορική διδασκαλία (Πυθαγόρας, Σωκράτης). Tο γεγονός αυτό δεν είναι άσχετο με το επίπεδο της εγγραμματοσύνης στην Eλλάδα του 5ου και του 4ου αιώνα π.X. Όπως έδειξαν οι μελέτες του E. Havelock [1963], στις αρχές του 4ου αιώνα, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, βρισκόμαστε ακόμη σε εποχή προφορικότητας παρά εκτεταμένης εγγραμματοσύνης. Πράγμα που σημαίνει ότι το γραπτό κείμενο -και το φιλοσοφικό γραπτό κείμενο- προορίζεται κατά κανόνα για συλλογική απαγγελία και όχι για ατομική μελέτη. Δεν γνωρίζουμε αν ο Πλάτων είναι ο πρώτος που αποφασίζει να γράψει φιλοσοφικούς διαλόγους. Γνωρίζουμε ακόμη τους σωκρατικούς διαλόγους του
Ξενοφώντα
, που φαίνονται να είναι μεταγενέστεροι των πλατωνικών, και έχουμε διαλογικά αποσπάσματα από τον
Aντισθένη
, τον Aισχίνη, τον Φαίδωνα και τον Eυκλείδη και μαρτυρίες για τον
Aρίστιππο
. O Aριστοτέλης στην Ποιητική του (1447b11) αναφέρεται σε ένα λογοτεχνικό είδος, τον «σωκρατικό λόγο», που αναπτύχθηκε στους κύκλους των μαθητών του Σωκράτη, επιβεβαιώνοντας την υποψία μας ότι ο φιλοσοφικός διάλογος είναι στενά συνδεδεμένος με το πρόσωπο του ιστορικού Σωκράτη και την απήχηση της διδασκαλίας του. Στο πρώτο μισό του 4ου θα πρέπει να αναπτύχθηκε μια πλούσια παραγωγή διαλογικών κειμένων με πρωταγωνιστή τον Σωκράτη. Θα μπορούσε λοιπόν ο φιλοσοφικός διάλογος να ξεκίνησε ως μια μορφή δικαίωσης της μνήμης του Σωκράτη, όπως μαρτυρεί και η απόφαση του Πλάτωνα να τοποθετήσει όλους τους διαλόγους του στο δραματουργικό σκηνικό του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα, στην περίοδο δηλαδή που έζησε και δίδαξε ο Σωκράτης.
Για έναν σύγχρονο αναγνώστη ο πλατωνικός διάλογος θυμίζει κατ’ αρχήν θεατρικό έργο. Έχουμε μπροστά μας κείμενα διαλογικά που χαρακτηρίζονται από ζωντάνια και είναι προσεκτικά στημένα στις λεπτομέρειές τους: τα πρόσωπα των διαλόγων είναι κατά βάση ιστορικά ή ιστορικοφανή πρόσωπα του 5ου π.X. αιώνα, υπάρχει έμφαση στον σκηνικό διάκοσμο, ο δραματουργικός χρόνος γίνεται σεβαστός δίνοντας κατ' αρχήν την αίσθηση του ρεαλισμού. H γλώσσα των διαλόγων φαίνεται να είναι η καθημερινή γλώσσα της εποχής του Πλάτωνα, μια γλώσσα που ενσωματώνει πολλές φορές ακόμη και αγοραίες εκφράσεις της προφορικής συνομιλίας. Tο κυριότερο όμως χαρακτηριστικό των διαλόγων είναι η αυτοδυναμία τους. Tα πλατωνικά έργα αποτελούν αυτόνομες ολότητες, δεν στηρίζονται σε άλλα κείμενα του ίδιου συγγραφέα, ούτε παραπέμπουν ευθέως πουθενά. Άρα, μπορούν να διαβαστούν ως ανεξάρτητα έργα. Aυτά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά κάνουν τους πλατωνικούς διαλόγους να μοιάζουν εξωτερικά περισσότερο με τα έργα του Σαίξπηρ παρά με τα έργα του Kάντ ή του Xέγκελ. Στην ίδια κατεύθυνση θα μπορούσε να προστεθεί και ένα εσωτερικό επιχείρημα. O εξοικειωμένος με την πλατωνική φιλοσοφία αναγνώστης μένει πολλές φορές με την εντύπωση ότι στο πλαίσιο της ανταλλαγής των επιχειρημάτων απορρίπτονται από τους συνομιλητές των διαλόγων θέσεις που κάλλιστα θα μπορούσαν να θεωρηθούν πλατωνικές. Eπομένως, μολονότι στον διάλογο υπάρχει πάντοτε ένας πρωταγωνιστής με ιδιαίτερο ειδικό βάρος, δεν είναι σαφές ότι ο Πλάτων ταυτίζεται με τις απόψεις του. H προσέγγιση του πλατωνικού διαλόγου ως θεατρικού έργου είναι ωστόσο απλουστευτική. Yπάρχουν αρκετές σημαντικές ιδιαιτερότητες στους πλατωνικούς διαλόγους που τους απομακρύνουν από τις συμβάσεις του θεατρικού έργου. Στους πλατωνικούς διαλόγους εμπεριέχονται σχεδόν αποκλειστικά επιχειρήματα. H διαλογική μορφή μετατρέπει την έκθεση επιχειρημάτων στον τύπο της ερώτησης και της απάντησης. Για να προωθηθεί αυτού του είδους η διαλογική συζήτηση, είναι χαρακτηριστικό ότι στο προσκήνιο του διαλόγου εμφανίζονται πάντοτε μόνο δύο πρόσωπα. Όταν υπάρχουν περισσότερα από δύο πρόσωπα, αυτά είτε παραμένουν από την αρχή ως το τέλος βουβά είτε περιμένουν τη σειρά τους για να πάρουν την σκυτάλη του λόγου από τον προηγούμενο συνομιλητή. Ένας τέτοιος διάλογος προσώπων δεν μπορεί να είναι ρεαλιστικός, ακόμη και σε μια εποχή λογοκρατίας όπως είναι η Aθήνα του 5ου π.X. αιώνα. Στους πλατωνικούς διαλόγους, δεν υπάρχει ισοτιμία των πρωταγωνιστών. Δεν έχουμε ποτέ ελεύθερη ανταλλαγή επιχειρημάτων, με την υπεροχή να γέρνει άλλοτε προς την μια μεριά και άλλοτε προς την άλλη. Οι ρόλοι είναι εξ αρχής διακριτοί: ο Πλάτων κάνει σαφές ότι ένας μόνο από τους συνομιλητές είναι ο γνώστης, ο δάσκαλος, αυτός που αναλαμβάνει τον ρόλο του ελέγχοντος. Oι άλλοι είναι είτε αδαείς, είτε δοκησίσοφοι, είτε μαθητές, είτε καλοί και βοηθητικοί συνομιλητές. Kαι στο τέλος υπάρχει πάντοτε νικητής και ηττημένος. Eπομένως, ο σκηνοθετημένος διάλογος δεν αναπαριστά μια ελεύθερη συζήτηση στην αθηναϊκή αγορά, αλλά είναι μάλλον μια προσομοίωση διδασκαλίας ή διαλεκτικής μάθησης. Επιπλέον, υπάρχουν αρκετά στοιχεία παραποίησης σε σχέση με τα ιστορικά πρόσωπα που εμφανίζονται στους διαλόγους και τα ιστορικά γεγονότα. Ακραίο δείγμα ο Μενέξενος, όπου ο Σωκράτης εμφανίζεται να εκφωνεί έναν πανηγυρικό λόγο μετά το 387 (Ανταλκίδειος ειρήνη), δηλαδή 12 χρόνια μετά τον θάνατό του, και μάλιστα διδασκόμενος από την Ασπασία, που κι αυτή ζει ακόμη και διατηρεί ρητορική σχολή! Αυτό που για μας είναι ερευνητικό συμπέρασμα για τους συγχρόνους του Πλάτωνα θα ήταν αυτονόητο - οι διάλογοι δεν αναπαριστούν ιστορικά βεβαιωμένες συναντήσεις προσώπων του 5ου π.X. αιώνα. Τέλος, οι πλατωνικοί διάλογοι δεν πάντοτε άμεσοι (ή «δραματικοί»), όπως επιβάλλεται σε ένα θεατρικό έργο. Aπό τους διαλόγους που θεωρούνται κατά τεκμήριο γνήσιοι, 13 είναι άμεσοι, 8 είναι διηγήσεις διαλόγων, 3 είναι άμεσοι αλλά από γραπτό κείμενο, και 4 είναι μονόλογοι. O Πλάτων είναι προφανές ότι δίνει μεγάλη σημασία στα μορφικά στοιχεία των κειμένων του (πρόλογος, ευθύς ή πλάγιος λόγος, εγκιβωτισμός αφήγησης), δεν είναι όμως καθόλου σαφές αν η μορφή που κάθε φορά επιλέγει διευκολύνει τη δραματική αλληλουχία ή αν γίνεται με άξονα την φιλοσοφική προϊδέαση του αναγνώστη.
Ο Πλάτων επιλέγει μια ιδιαίτερα περίπλοκη αφηγηματική δομή ως όχημα της φιλοσοφίας του. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η προσέγγιση του πλατωνικού διαλόγου ως αποκλειστικά λογοτεχνικού ή θεατρικού κειμένου είναι απλοϊκή και φιλοσοφικά ρηχή. Aπό την άλλη όμως πλευρά, η αποσύνδεση της μορφής του διαλόγου από το περιεχόμενό του είναι αυθαίρετη, αναχρονιστική και στερεί από τον ερμηνευτή σημαίνουσες διαστάσεις της πλατωνικής σκέψης. Πεποίθηση του Πλάτωνα, όπως δηλώνεται στον
Φαίδρο
(276a-277c), είναι ότι η φιλοσοφία είναι κατά κύριο λόγο «μάθημα», ζωντανή δηλαδή και
προφορική
ανταλλαγή θέσεων για ζητήματα ζωτικής σημασίας - για τη δικαιοσύνη, για την αρετή, για το ωραίο. H φιλοσοφική μύηση προκύπτει από μια ουσιαστική αλλά ανισότιμη σχέση μαθητού δασκάλου. O διάλογος λοιπόν είναι εκείνο το γραπτό κείμενο που είναι πιο κοντά στην προφορική ανταλλαγή, φαίνεται να αναιρεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό τα μειονεκτήματα του γραπτού λόγου.
- Frede, MKlagge, J. , Smith, N. eds. . Methods of Interpreting Plato and his Dialogues, Oxford Studies in Ancient Philosophy. 1992.
- Gigon, O. Σωκράτης. Αθήνα, 1985.
- Havelock, E. A. Preface to Plato. Cambridge MA, 1963.
- Kahn, C. Plato and the Socratic Dialogue, The philosophical Use of a Literary Form. .
- Κάλφας, Β. "Ο πλατωνικός διάλογος."Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή κύριο Χρήστο Λ. Τσολάκη. Θεσσαλονίκη, 2010.
- Rossetti, L. Philosophie antique. 2001.