Αυγουστίνος
Ο Αυγουστίνος (354-430), ο σημαντικότερος θεολόγος και φιλόσοφος της πρώιμης λατινικής μεσαιωνικής σκέψης, θεωρείται από τους ιδρυτές του χριστιανικού πλατωνισμού και από τους θεμελιωτές της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης.
Ο Αυγουστίνος γεννήθηκε στη Θαγάστη, πόλη της Νουμιδίας στη Βόρεια Αφρική, το 354, από ταπεινή οικογένεια. Στις αυτοβιογραφικές Εξομολογήσεις τους, από τα θεμελιώδη κείμενα της δυτικής γραμματείας, αφηγείται και νοηματοδοτεί την πορεία της ταραχώδους –και αρχικά φιλήδονης– ζωής του. Με δυσκολίες κατόρθωσε να σπουδάσει και να αγαπήσει τη ρητορική, της οποίας έγινε δάσκαλος σε νεαρή ηλικία (Καρχηδόνα 376). Στράφηκε στον Μανιχαϊσμό (372/3), θρησκευτική τάση που του φαινόταν εκλεπτυσμένη διανοητικά. Πέρασε από τη Ρώμη και διορίστηκε δάσκαλος ρητορικής στο Μιλάνο (384), παρακολουθώντας παράλληλα τις ομιλίες του εκεί επισκόπου Αμβροσίου και συζώντας πολλά χρόνια με μία γυναίκα και αποκτώντας έναν γιο (που πέθανε μικρός).
Εγκατέλειψε τον Μανιχαϊσμό που δεν κάλυπτε πλέον τις πνευματικές ανησυχίες του και έγινε Ακαδημεικός, με σκεπτικισμό προς τη δυνατότητα εύρεσης κάποιας βέβαιης αλήθειας. Μυήθηκε στα «πλατωνικά βιβλία» (386) και ανακάλυψε στον κύκλο του Αμβροσίου μια μορφή του χριστιανισμού ερμηνευμένου με νεοπλατωνικούς όρους. Υπό το πρίσμα αυτό ξαναδιάβασε τα ευαγγέλια και μεταστράφηκε στον χριστιανισμό (386), αλλάζοντας τρόπο ζωής.
Επιστρέφει στην Αφρική (388), ξεκινά να γράφει εντατικά, χειροτονείται (391) και επίσκοπος Ιππώνος (395). Επί τριάντα πέντε χρόνια ο Αυγουστίνος, με πλούσια ποιμαντική δραστηριότητα, συμμετοχή σε συνόδους και αντιαιρετική δράση, κατορθώνει να ολοκληρώσει ένα πλουσιότατο συγγραφικό έργο. Πεθαίνει στις 28 Αυγούστου 430, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τους Βανδάλους.
Τα καθαρά φιλοσοφικά έργα του είναι πρώιμα και περιλαμβάνουν μιαν ανασκευή του ακαδημεικού σκεπτικισμού (Contra academicos), μια θεοδικία (De ordine) και έναν διάλογο επιδραστικό στην ιστορία της φιλοσοφίας για το ζήτημα της ελεύθερης ανθρώπινης επιλογής εντός του προνοιακού θεϊκού σχεδίου (De libero arbitrio). Στα θεολογικά έργα του ασκεί σκληρή κριτική στις μεγάλες αιρέσεις της εποχής του, τον μανιχαϊσμό και τον δονατισμό, και ανάμεσα στα πολλά ξεχωρίζουν για το μεγάλο φιλοσοφικό ενδιαφέρον τους το Περί Τριάδος, για την παρουσία των σημείων της θείας τριάδας στην ανθρώπινη τριάδα (της ψυχής), τη μνήμη, τη διάνοια και τη βούληση, το Περί μακάριας ζωής (De vita beata), για την εξασφάλιση της ευδαιμονίας μέσω της γνώσης του Θεού, η Χριστιανική διδασκαλία (De doctrina Christiana), όπου θεμελιώνεται η ερμηνευτική και μια θεωρία των σημείων. Η Πολιτεία του Θεού (De Civitate Dei, 413-426) είναι, ασφαλώς το πιο εντυπωσιακό έργο του: ασκεί κριτική στην εθνική θρησκεία και στις φιλοσοφικές προϋποθέσεις της, εξηγεί την πτώση της Ρώμης, περιγράφει την ανθρώπινη ιστορία σαν σύγκρουση της εγωιστικής αγάπης (φιλαυτία), της επίγειας πόλης, με τη θεϊκή αγάπη, θεμελίου της επουράνιας πολιτείας. Έτσι θεμελιώνει μια φιλοσοφία της ιστορίας και μια καινούργια πολιτική φιλοσοφία.
Η μόρφωση του Αυγουστίνου ήταν η τυπική στον ύστερο ρωμαϊκό κόσμο, με έμφαση στη λογοτεχνία και με προσανατολισμό στη ρητορική, στην απομνημόνευση έργων της κλασικής γραμματείας (Κικέρων, Βιργίλιο κ.ά.). Τα ελληνικά του, αν και βελτιώθηκαν σταδιακά, δεν ήταν τόσο καλά ώστε να έχει εύκολη πρόσβαση στους έλληνες συγγραφείς. Ως προς αυτό, η παιδεία του βασιζόταν σε έμμεσες πηγές. Στην εποχή του είχε μειωθεί αισθητά η ένταση ανάμεσα στην κλασική κουλτούρα και τον χριστιανισμό, καθώς ο τελευταίος είχε ενδυναμωθεί, χωρίς όμως να έχει συγκροτήσει μια δική του, χωριστή παιδεία. Στην λατινόφωνη Δύση ο χριστιανισμός δεν πέρασε τον πρόσκαιρο έστω κλυδωνισμό που έφερε ο Ιουλιανός (361-363) στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο η προσπάθεια των συγκλητικών που θεωρούσαν τους εαυτούς τους θεματοφύλακες των παραδοσιακών ρωμαϊκών αξιών (εναντίον της νέας θρησκείας) κλιμάκωσε ανάλογη ένταση στα τέλη του 4ου αιώνα και σε αυτή τη σύγκρουση οφείλεται η επιφυλακτική στάση του Αυγουστίνου (και άλλων σημαντικών χριστιανών, όπως ο Ιερώνυμος) προς την κοσμική/εθνική κουλτούρα.
Στα χρόνια της μεταστροφής του (386) ο Αυγουστίνος ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένος από πλατωνικές απόψεις σχετικά με το σύμπαν, την ανθρώπινη φύση και τη μοίρα. Έτσι δεν βρήκε αντίθεση ανάμεσα στο παλιό (πλατωνικό) περιβάλλον του και στο χριστιανικό. Εδώ, δεν μπορεί να υποτιμηθεί η επίδραση του Πλωτίνου, ο οποίος αντιπροσώπευε μια σημαντική στιγμή της ύστερης πλατωνικής παράδοσης. Θεωρείται ότι αργότερα, όταν διαβάζει εκ νέου και σε βάθος τον Απ. Παύλο (μέσα δεκαετίας 390) αμφισβητεί τη δυνατότητα συνύπαρξης των δύο πενυματικών δομών. Ωστόσο, δεν έπαυσαν να παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη της σκέψης του φιλοσοφικές ιδέες, κυρίως πλατωνικής προέλευσης.
Η γνώση του Πλάτωνα: ο Αυγουστίνος δεν είχε άμεση πρόσβαση στο πλατωνικό έργο, καθώς δεν υπήρχε διαθέσιμη λατινική μετάφρασή του, εκτός από τον μεταφρασμένο από τον Κικέρωνα Τίμαιο (χαμένο από πολύ παλιά). Ωστόσο, γνώριζε πολλές θέσεις του Πλάτωνα από έμμεσες πηγές (Βιργίλιο, Βάρρωνα, Απουλήιο, Πλωτίνο, Πορφύριο), καθώς και από εγκυκλοπαιδικές συνόψεις και δοξογραφίες. Τα «πλατωνικά βιβλία» που ο ίδιος αναφέρει (Εξομολογήσεις 7.9.13) είναι νεοπλατωνικά κείμενα μεταφρασμένα στα λατινικά, μάλλον υπό τη μορφή ανθολογιών ή εγχειριδίων –μέσα από τέτοια έργα γνώριζε και τον Φαίδωνα, τον Φαίδρο και την Πολιτεία. Γι’ αυτό, παρότι η πηγή της εκάστοτε έμπνευσης παραμένει για μας διαφιλονικούμενη και για τον ίδιο ίσως ασαφής, η επίδραση τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από τον Πλωτίνο είναι δεδομένη. Γενικότερα ο Αυγουστίνος είχε την ικανότητα να συνθέτει ιδέες, κάτι που καθιστά δύσκολη την εύρεση συγκεκριμένων επιδράσεων.
Στο έργο του, εκτός από τις 250 ονομαστικές αναφορές στον Πλάτωνα, έχουν εντοπιστεί πολλές πλατωνικές και νεοπλατωνικές θεωρίες, οι οποίες αναφέρονται για να σχολιαστούν, να απορριφθούν ή και για να αξιοποιηθούν : η αλήθεια που αποτελεί αντικείμενο θέασης του πεπαιδευμένου νου και αντικείμενο ανάμνησης• ο αιώνιος και αναλλοίωτος κόσμος των Ιδεών• ο θεός-δημιουργός του κόσμου, η δημιουργία του κόσμου που έχει αρχή αλλά όχι τέλος, ο κόσμος ως σύνολο προκαθορισμένης διάταξης των τεσσάρων στοιχείων (γη, αέρας, φωτιά και νερό)• η ψυχή του κόσμου, η αθανασία και η πνευματικότητα της ανθρώπινης ψυχής, η τριμερής διαίρεσή της, η διαδικασία κάθαρσης της ψυχής μέσα από τις τέσσερις βασικές αρετές• ο φιλόσοφος-βασιλεύς της ιδανικής πολιτείας, η αλληγορία του σπηλαίου και ο μύθος του Ηρός, η εξορία των ποιητών.
Στο αναστοχαστικό έργο του Retractationes (426/7) ο Αυγουστίνος εκφέρει την ακριβοδίκαιη κρίση του για την παλαιότερη εκ μέρους του χρήση του Πλάτωνα. Μετανιώνει για τον υπερβολικό έπαινο στον Πλάτωνα και τους συνεχιστές του, συνεχίζει όμως να εκτιμά ότι πολλές πλατωνικές αντιλήψεις συνάδουν με τον χριστιανισμό ή έστω μπορούν να εναρμονιστούν προς αυτόν, επειδή κάθε τι το αληθινό ανήκει στον Θεό και οι χριστιανοί οφείλουν να το προσαρμόσουν για τη δική τους χρήση. Στην προοπτική αυτή, η πλατωνική θεωρία των Ιδεών γίνεται δεκτή, αλλά στη μεσοπλατωνική εκδοχή της με τις Ιδέες εντός του θεϊκού νου.
Ο Αυγουστίνος σε πολλά σημεία του έργου προσφέρει ερμηνείες και αξιολογήσεις του Πλάτωνα: ο Πλάτων είναι ο πατέρας της «αιώνιας φιλοσοφίας» (philosophia perennis), καθώς προτείνει την ύπαρξη δύο κόσμων, του αισθητού και του νοητού (στον οποίο οδηγεί η αληθινή αυτογνωσία)• συνδυάζει την πρακτική σωκρατική φιλοσοφία με τη θεωρητική πυθαγόρεια σκέψη• ο Αριστοτέλης βρίσκεται πολύ πιο κοντά του από όσο πιστεύουν πολλοί.
Ο Αυγουστίνος θεωρεί τον Πλάτωνα ως τον μεγαλύτερο των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, που βρίσκεται πολύ κοντά στον χριστιανισμό με την αντίληψή του για το «ύψιστο αγαθό» (summum bonum). Υποστήριζε ότι οι σύγχρονοί του Πλατωνικοί μπορούν να γίνουν (ή και έγιναν) χριστιανοί μόνο με την αλλαγή μερικών λέξεων (De vera religione, 390). Ωστόσο, η φιλοσοφία του δεν μπορεί να υιοθετηθεί από τους χριστιανούς, αλλά να φωτισθεί και να διορθωθεί υπό το φως της Γραφής. Η «μωρία» της ενσάρκωσης αποτελεί το βασικό εμπόδιο για τον πλατωνικό, αλλά αδιαπραγμάτευτη συνθήκη για τον χριστιανό Αυγουστίνο.
Το έργο του Αυγουστίνου, μεγάλο σε όγκο και εντυπωσιακό σε βάθος, επηρέασε τον πνευματικό κόσμο της Δυτικής Ευρώπης σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα (Βοήθιος, Εριγένης, Άνσελμος, Μποναβεντούρα) αποτελώντας παράλληλα και κεντρικό δίαυλο για νεοπλατωνικές ιδέες• η επίδρασή του περιορίστηκε μόνο με τη διάδοση της αριστοτελικής φιλοσοφίας, αν και η παρουσία του στον Ακινάτη είναι εμφανής. (αυγουστινισμός), Στη νεότερη φιλοσοφία επηρέασε φιλοσόφους όπως ο Descartes και, ιδίως, ο Malebranche, ενώ στον 20ό αιώνα η σκέψη του στάθηκε γόνιμη σε συζητήσεις για τη φιλοσοφία της γλώσσας (βλ. τις αναφορές του Wittgenstein, που του αποδίδει μια απεικονιστική θεωρία της γλώσσας), την ηθική ή, ακόμη, και τη θεωρία περί δίκαιου πολέμου.
- Armstrong, A.H. St. Augustine and Christian Platonism. Villanova, 1966.
- Αμπατζοπούλου, Φ. Αυγουστίνος, Εξομολογήσεις. Αθήνα, 1999.
- Δαρδιώτης, Γ. Αυγουστίνος, Η χριστιανική διδασκαλία. Θεσσαλονίκη, 2011.
- Δαλέζιος, Α. Αυγουστίνος, Η πολιτεία του Θεού. Αθήνα, 1955.
- Πλανούδης, Μ. Αυγουστίνος, Περί Τριάδος. Αθήνα, 1995.
- Beatrice, P.F. "Quosdam Platonicorum Libros: The Platonic Reading of Augustine in Milan.." Vigiliae Christianae 43 (1989)
- Grandgeorge, L. Saint Augustin et le Néo-Platonisme. Paris, 1896.
- Ivanka, E. von. Plato Christianus: Übernahme und Umgestaltung des Platonismus durch die Väter. Einsiedeln, 1964.
- O’Connell, R. Saint Augustine’s Platonism. Philadelphia, 1984.
- Rist, J. Augustine: Ancient Thought Baptized. Cambridge, 1994.