Θεαίτητος
Διάλογος της λεγομενης μέση (ή ώριμης) συγγραφικής περιόδου του Πλάτωνα με θέμα τη γνώση.
Ο Θεαίτητος είναι διάλογος μεικτός, οργανώνεται, δηλαδή, σε δύο χρονικά αφηγηματικά επίπεδα. Στο εξωδιηγητικό επίπεδο η αφήγηση τοποθετείται χρονικά στο 391 π.Χ. μετά τη μάχη της Κορίνθου. Οι συνομιλητές Τερψίων και Ευκλείδης, αμφότεροι από τα Μέγαρα, αφού συναντηθούν στις παρυφές της πόλης, αποφασίζουν να μεταβούν στο σπίτι του δεύτερου, κι εκεί να διέλθουν τη συζήτηση που έλαβε χώρα ανάμεσα στον μαθηματικό Θεόδωρο, τον νεαρό μαθητή του Θεαίτητο και τον Σωκράτη, την οποία ο Ευκλείδης κατέγραψε σε "βιβλίο". Μολονότι ο Ευκλείδης δεν ήταν αυτήκοος μάρτυρας, όπως πληροφορούμαστε η καταγραφή έγινε μέσα από μια σειρά συναντήσεων που είχε με τον ίδιο τον Σωκράτη. Την ανάγνωση του "βιβλίου" αναλαμβάνει ένας νεαρός δούλος − μια ιδιάζουσα σκηνή, η οποία δεν απαντά σε άλλο πλατωνικό διάλογο.
Ο διάλογος ανάμεσα στον Σωκράτη, τον Θεόδωρο και τον Θεαίτητο στο ενδοδιηγητικό επίπεδο τοποθετείται στο 399 π.Χ., τη μέρα που ο Σωκράτης πηγαίνει στη στοά των Βασιλέων, προκείμενου να πληροφορηθεί τις κατηγορίες που απηύθυνε εναντίον του ο Μέλητος . Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο εν λόγω διάλογος δεν παρατίθεται σε πλάγιο λόγο, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αλλά σε ευθύ, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι εκτυλίσσεται στο "εδώ και τώρα".
Ο Θεαίτητος χαρακτηρίζεται από την τυπική δομή των λεγόμενων σωκρατικών διαλόγων. Ο διάλογος αρχίζει με μια σύντομη εισαγωγή στην οποία παρουσιάζονται οι χαρακτήρες και το θέμα προς συζήτηση. Συνομιλητές του Σωκράτη είναι ο μαθηματικός Θεόδωρος από την Κυρήνη, φίλος και γνώστης των διδαγμάτων του σοφιστή Πρωταγόρα, και ο Αθηναίος γεωμέτρης Θεαίτητος σε νεαρή ηλικία. Η συζήτηση ανοίγει με την τυπική ερώτηση των απορητικών διαλόγων: "τι είναι η επιστήμη (γνώση);". Στη συνέχεια διατυπώνονται, ελέγχονται και απορρίπτονται μια σειρά ορισμών της γνώσης μέσα από μια διαλεκτική αντιπαράθεση κατά την οποία οι συνομιλητές του Σωκράτη, αφενός συνειδητοποιούντην αδυναμία τους να διατυπώσουν έναν ορισμό οδηγούμενοι έτσι σε απορία, αφετέρου μέσα από το πέρασμα από φαινομενικά απλούς σε πιο περίπλοκους ορισμούς η άγνοιά τους σταδιακά μειώνεται. Η συζήτηση κλείνει με την υπόσχεση να συναντηθούν την επόμενη μέρα και την αποχώρηση του Σωκράτη για τη στοά των Βασιλέων.
Η πρώτη απάντηση στη "μικρή απορία" του Σωκράτη περί γνώσης είναι η απαρίθμηση παραδειγμάτων επιστήμης και τέχνης, όπως η γεωμετρία, η αστρονομία, κτλ. Ο Σωκράτης, επικαλούμενος τις προϋποθέσεις του ορισμού, ισχυρίζεται ότι τα παραδείγματα που δόθηκαν δεν είναι (α) αναγκαία, διότι το ζητούμενο δεν είναι η απαρίθμησή τους, αλλά τι πραγματικά είναι, και (β) επαρκή, διότι προϋποθέτουν τον ίδιο τον ορισμό του "τι είναι γνώση". Η διατύπωση ενός ορισμού ενδείκνυται να είναι σύντομη, σε αντίθεση με τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Θεαίτητος και τα οποία μοιάζουν με μια "απέραντη οδό".
Ακολούθως απαντά η περίφημη παρομοίωση του Σωκράτη με μαία που βοηθά τους συνομιλητές του να "γεννήσουν" ιδέες (148e7-151d7). Ο Σωκράτης εκμαιεύει από τον νεαρό Θεαίτητο τρεις ορισμούς της γνώσης, με όλους τελικά να απορρίπτονται. Στο πλαίσιο της συζήτησης των τριών ορισμών εξετάζονται η ηρακλείτεια θεωρία της ροής, ο πρωταγόρειος σχετικισμός με τις θέσεις ότι "ο άνθρωπος είναι το μέτρο των πραγμάτων" και "αυτό που φαίνεται αληθές σε μένα, είναι αληθές για μένα", η πιθανότητα διατύπωσης ψευδών πεποιθήσεων, αλλά και η σχέση μεταξύ στοιχείων και σύνθετων όλων.
Σύμφωνα με τον πρώτο ορισμό της γνώσης από τον Θεαίτητο "η αίσθηση είναι γνώση" (151e-187a). Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο παραπάνω ορισμός περιέχει δύο επιμέρους ισχυρισμούς: (α) τον πρωταγόρειο σχετικισμό, και (β) την ηρακλείτεια θεωρία της ροής. Η απόρριψή του γίνεται μέσα από ένα πολύπλοκο επιχείρημα, που στηρίζεται εν πολλοίς στη θέση ότι ορισμένες ποιότητες, όπως το χρώμα ή το θερμό, γίνονται αντιληπτές από τις αισθήσεις, ενώ άλλες, όπως η ομοιότητα και η διαφορά, ο αριθμός και κυρίως το Ον − "τα κοινά" − συλλαμβάνονται όχι από τις αισθήσεις αλλά από τον νου. Κατά συνέπεια, αυτό που μας επιτρέπει να τα γνωρίσουμε δεν είναι η αίσθηση, αλλά μια νοητική διεργασία. Στον βαθμό, λοιπόν, που δεν συλλαμβάνουμε το Ον, δεν μπορούμε να συλλάβουμε ούτε και την αλήθεια, επομένως δεν έχουμε γνώση.
Ο δεύτερος υπό έλεγχο ορισμός είναι ότι "η γνώση είναι η αληθής πεποίθηση (δόξα)" (187b-201c). Προκειμένου να γίνει σαφές τι είναι η "αληθής πεποίθηση" εξετάζεται διεξοδικά η ψευδής πεποίθηση. Ειδικότερα, ελέγχονται μια σειρά από πιθανές εξηγήσεις που ένας εμπειριστής θα έδινε για την ύπαρξη της ψευδούς πεποίθησης. Οι συνομιλητές αποτυγχάνουν επανειλημμένως να εξηγήσουν πώς είναι δυνατόν να μπορούμε να σκεφτούμε κάτι και την ίδια στιγμή να λανθάνουμε ως προς αυτό. Επίσης, ο ορισμός απορρίπτεται αφήνοντας να διαφανούν τα περικείμενα στα οποία είναι εμφανές ότι η αληθής πεποίθηση δεν είναι επαρκής για τον ορισμό της γνώσης.
Ο τρίτος ορισμός ορίζει τη γνώση ως αληθή πεποίθηση με λόγο, θέση που ομοιάζει με αυτό που η σύγχρονη φιλοσοφία αποκαλεί "δικαιολογημένη αληθή πεποίθηση" (201d-210a). Η εξέταση του ορισμού σπονδυλώνεται σε δύο μέρη. Καταρχάς ο Σωκράτης και ο Θεαίτητος εξετάζουν τη θεωρία του Ονείρου, συζητώντας ποια αντικείμενα είναι γνώσιμα∙ υπάρχουν τα απλά στοιχεία, στα όποια δε μπορούμε να αποδώσουμε κατηγορήματα καθώς δεν έχουν λόγο, και τα σύνθετα (παρομοίωση με γράμματα και συλλαβές αντίστοιχα). Η ανάγκη δικαιολόγησης στην αληθή πεποίθηση οδηγεί στην εξέταση των σημασιών του λόγου με όλες να εμφανίζονται προβληματικές, κυρίως λόγω της θεωρίας του Ονείρου που προηγήθηκε. Η κύρια κριτική εντοπίζεται στην απόδοση του λόγου ως σημείου ή διαφοράς που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τα αντικείμενα. Μια τέτοια θεώρηση, όμως, οδηγεί σε φαύλο κύκλο, καθώς ο σχηματισμός μιας οποιαδήποτε αληθούς πεποίθησης προϋποθέτει μια μορφή διάκρισης. Συνεπώς, προϋποθέτω μια μορφή γνώσης, προκειμένου να ορίσω τη γνώση.
Ο Θεαίτητος είναι ο κατεξοχήν πλατωνικός διάλογος περί γνώσης, μολονότι εντέλει δεν παρέχει κανέναν τέτοιο ορισμό. Η τελευταία προσπάθεια ορισμού της γνώσης φανερώνει και τις δυσκολίες: ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι η γνώση είναι δικαιολογημένη αληθής πεποίθηση, αυτό δεν απαντά στο ερώτημα αν πρόκειται για αληθή πεποίθηση όσον αφορά την εξήγηση ή αν πρόκειται για γνώση. Οι περισσότεροι μελετητές τον εκλαμβάνουν ως μια κριτική του Πλάτωνα στους εμπειριστές. Ταυτόχρονα, ο Θεαίτητος είναι ένας υποδειγματικός απορητικός διάλογος, διά του οποίου οι συνομιλητές σταδιακά κατανοούν ότι είναι αδύνατο να μιλήσουμε για τη δυνατότητα και φύση της γνώσης, προτού ορίσουμε το ίδιο το αντικείμενό της. Εν κατακλείδι, ο Θεαίτητος είναι ένας διάλογος που δείχνει τη φιλοσοφία σε δράση, αλλά και τα όριά της.
- Cornford, F.M, Plato. London: Routledge, 1935.
- Sedley, D. The Midwife of Platonism. Oxford: Oxford University Press, 2004.
- Burnyeat, M.F, The Theaetetus of Plato, with a translation by Jane levvet. Indianapolis: Hackett, 1990.
- Burnyeat, M.F, The Theaetetus of Plato, with a translation by Jane levvet. Indianapolis: Hackett, 1990.