Αρχέτυπες Λατινικές Μεταφράσεις Έργων του Πλάτωνα
Πρόκειται για τις αυτοτελείς εκδόσεις, σε λατινική μετάφραση, των Διαλόγων του Πλάτωνα (αυθεντικών και νόθων) και των Επιστολών, που τυπώθηκαν αρχέτυπα, δηλαδή ως το 1500, στην Ιταλία κυρίως αλλά και στο Deventer της Ολλανδίας, το Παρίσι, τη Λειψία, τη Λουβέν και τη Μαγεντία. Πέρα από τις εκδόσεις αυτές, διαθέτουμε και μεταφράσεις των Διαλόγων που περιλαμβάνονται σε σύμμικτες εκδόσεις, όπως και σε συγγράμματα περί της πλατωνικής διδασκαλίας, που συντάχθηκαν απευθείας στη λατινική γλώσσα από τον καρδινάλιο Βησσαρίωνα, τον Marsilio Ficino και τον Paulus Niavis.
Την ακριβή μέθοδο μετάφρασης στα λατινικά των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και του Πλάτωνα υπέδειξε ο βυζαντινός λόγιος Μανουήλ Χρυσολωράς, που δίδασκε στο Studio της Φλωρεντίας, από το 1399 - γνωστή ως “transferead sententiam” (μετάβαση στη σκέψη). Τη μέθοδο αυτή ακολούθησε ο μαθητής του Uberto Decembrio, όταν καταπιάστηκε με τη λατινική μετάφραση της Πολιτείας του Πλάτωνα, με την αρωγή του δασκάλου του (1400-1403). Εκείνος όμως που διακρίθηκε στη λατινική μετάφραση πλατωνικών έργων είναι ο πολύς Leonardo Bruni, ο οποίος μαρτυρεί και τις δυσκολίες που συνάντησε, στην προσπάθεια να μείνει πιστός στο πρωτότυπο, ακολουθώντας τις γραμματικές επιταγές της λατινικής γλώσσας.
Από τους Διαλόγους του Πλάτωνα διαθέτουμε πέντε αυτοτελείς εκδόσεις: Γοργίας, Αξίοχος, Ίππαρχος και Θεάγης. Πρώτη κυκλοφόρησε η λατινική μετάφραση του Γoργία (Gorgias) του Bruni, από άγνωστο τυπογράφο που εργαζόταν στη Φλωρεντία ή στην Μπολόνια, με την προσωνυμία «τυπογράφος του Johannes Barbatia», γύρω στα 1475 (CensusP 775). Ο Αξίοχος (Axiochus) τυπώθηκε αρχικά στο Deventer, στο πλαίσιο μιας πλατωνικού χαρακτήρα πνευματικής κίνησης, που τα μέλη της αυτοαποκαλούνταν «αδελφοί της κοινής ζωής», σύμφωνα με τη διδασκαλία του Geer Groot. Τη λατινική μετάφραση επιμελήθηκε ο Rudolphus Agricola, μαθητής του Γεωργίου Τραπεζούντιου στην Ιταλία, από τους εκπροσώπους του ουμανιστικού κινήματος του Βορρά και κάτοχος της έδρας των ελληνικών και λατινικών στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης από το 1477. Το βιβλίο τυπώθηκε από τον Richard Paffraet, γύρω στα 1480 (Pol. 3192). Δική του πρέπει να είναι και μετάφραση της έκδοσης που τυπώθηκε στη Λουβέν, χωρίς ένδειξη επιμελητή, από τον Johann Paderborn γύρω στα 1483 (HC 4768). Η μετάφραση του Αξίοχου από τον Agricola επανεκδόθηκε για τελευταία φορά, στη Μαγεντία, από τον Petervon Friedberg, το 1495 (BMCI 49). Η μόνη άλλη αυτοτελής έκδοση Διαλόγου του Πλάτωνα, περιλαμβάνει τον Ίππαρχο (Hipparchus) και τον Θεάγη (Theages), στη μετάφραση του μύστη του πλατωνισμού, Marsilio Ficino και πάλι στο Deventer, από τον τυπογράφο Jacobus de Breda, γύρω στα 1500 (HC13064).
Οι Επιστολές (Epistolae) του Πλάτωνα μεταφράστηκαν, από τον Bruni και πάλι, και πρωτοτυπώθηκαν στο Παρίσι, στο εργαστήριο που είχε εγκαταστήσει στα υπόγεια του Πανεπιστημίου της Σορβόννης ο πρύτανης Guillaume Fichet και λειτουργούσε από το 1470 (CensusP 773). Τυπώθηκαν από τους τρεις πιεστές του τυπογραφείου: U. Gering, M. Grantz και M. Friburger, γύρω στα 1474, αντί της προγραμματισμένης λατινικής έκδοσης του πονήματος του καρδινάλιου Βησσαρίωνα «Έλεγχοι των κατά Πλάτωνος βλασφημιών», που επρόκειτο να εισαχθεί ως επίσημο πανεπιστημιακό βιβλίο της Σορβόννης. Οι Επιστολές επανεκδόθηκαν στη Λειψία, από τον Paulus Niavis, γύρω στα 1490, και τυπώθηκαν από τον Konrad Kachelofen (BMCIII 632). ONiavis (περίπου 1460-1517) ήταν ονομαστός Γερμανός παιδαγωγός, δάσκαλος των λατινικών στη σχολή του Chemnitz και εμφορούνταν από τις ουμανιστικές ιδέες.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1480 εκδόθηκε στη Φλωρεντία το σύνολο των Απάντων του Πλάτωνα, στη μετάφραση του Marsilio Ficino, καθώς και τα συγγράμματά του περί την πλατωνική φιλοσοφία:Platonica Theologia και Compendium in Timaeum(Υπόμνημα εις Τίμαιον). Το Platonis Opera Omnia, τυπώθηκε στη Φλωρεντία στο εργαστήρι του Francesco de Alopa από τον Μάϊο του 1484 ως τον Απρίλιο του 1485 (BMCVI 666). Την επιμέλεια της έκδοσης είχε μεν ο Ficino, αλλά το τελικό χειρόγραφο πέρασε από τα χέρια σπουδαίων φιλολόγων της εποχής του, όπως, οι Δ. Χαλκοκονδύλης (κυρίως), G. Vespucci, G. B. Buoninsegni, B. Scala και Πολιτιανός. Τις μαρτυρίες αυτές παραθέτει ο Ficino στον Πρόλογό του, αυτό όμως που δεν ομολογεί στο κείμενό του είναι ότι χρησιμοποίησε αυτούσια χωρία από λατινικές μεταφράσεις του Bruni, όχι μόνο των Επιστολών, αλλά του Κρίτωνα, του Φαίδρου κ.ά. Υπάρχουν ενδείξεις, επίσης, πως σχετικά με την Πολιτεία, ο Ficino βασίστηκε στη μετάφραση που υπογράφουν οι Χρυσολωράς και Decembrio. Αν και η έκδοση των Απάντων κυκλοφόρησε σε 1.500 αντίτυπα, επανεκδόθηκε στη Βενετία, το 1494, για λογαριασμό του AndreaTorresani (ΒΜCV 465).
Το Platonica Theologia de immortalitate animae αντιπροσωπεύει το κορυφαίο γραπτό της πλατωνικής γραμματείας που συντάχθηκε κατά την Αναγέννηση. Πρόκειται για μια υπεράσπιση της αθανασίας της ψυχής, που αποτέλεσε γέφυρα για τη σύζευξη της πλατωνικής διδασκαλίας με τη χριστιανική. Παράλληλα, ο Ficino εκθέτει τις βασικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία μία «κοσμική ψυχή» υπαγορεύει τα πάντα στο Σύμπαν. Τυπώθηκε μοναδική φορά ως το 1500, από το Antonio di Bartolommeo Miscomini (BMCVI 637).
To Compendium inTimaeum, που γράφτηκε από τον Ficino, συνδέει, κατά κάποιον τρόπο, τις πρώτες λατινικές μεταφράσεις και τα Σχόλια στον Τίμαιο του Κικέρωνα και του Χαλκίδιου. Το Υπόμνημα του Ficino έγινε δεκτό από τους ουμανιστές, ως αντίστοιχο της Γένεσης, και ο Δημιουργός που αναφέρει ο Πλάτων, αντίστοιχος με τον Δημιουργό της Παλαιάς Διαθήκης. Τυπώθηκε μοναδική φορά, ως το 1500, στη Φλωρεντία, από τον Francesco de Alopa (H 7077) .Την ίδια χρονιά, από τα χέρια του Alopa και πάλι, εκδόθηκε ένα ακόμη πόνημα του Ficino, με τον τίτλο Commentaria V perpetua in Platonem (BMCVI 669).
Σε σύμμεικτες μόνο εκδόσεις περιλαμβάνονται ο Χαρμίδης και τα Δόγματα και Παροιμίες του Πλάτωνα. Τον διάλογο Χαρμίδης (Charmides) μετέφρασε στα λατινικά ο Πολιτιανός και συμπεριλήφθηκε στην έκδοση του συνόλου του έργου του, την οποία επιμελήθηκε ο AlexanderStatius, και τυπώθηκε στον εκδοτικό οίκο του Άλδου Μανούτιου το 1498 (BMCV 559). Στην έκδοση περιλαμβάνονται και άλλα μεταφραστικά πονήματα του Πολιτιανού από αρχαίους συγγραφείς (Ηρωδιανό, Αλέξανδρο Αφροδισιέα και Πλούταρχο). Ο Πολιτιανός, παρότι δεν ήταν φιλόσοφος, αλλά ο μέγιστος ελληνιστής φιλόλογος της εποχής του και του 15ου γενικότερα, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το πλατωνικό έργο και μέσω της λατινικής μετάφρασης του Εγχειριδίου του Επίκτητου, αναφορικά με τη μεταφυσική και την καλλιέργεια της φιλοσοφίας. Έχοντας διαβάσει «σχολαστικά» τα έργα του Πλάτωνα και το Εγχειρίδιον του Επίκτητου αισθάνεται να έχει αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις, ώστε να ανέλθει στο επίπεδο του γραμματικού (grammaticus). Καταπιάστηκε με την ανάλυση των υποδείξεων του Εγχειριδίου, παραφράζοντας και ορισμένα τμήματά του. Ο Πολιτιανός αναφέρεται επανειλημμένα σε πηγές των στωικών: στον Πρωταγόρα, τον Φαίδρο και τον Αλκιβιάδη. Έχοντας διαβάσει τον Πρόκλο, δεν παραλείπει να παραπέμψει στον Τίμαιο, ενώ μεταχειρίζεται τα Σχόλια στον Τίμαιο, του Χαλκίδιου, για να αποδώσει συγκεκριμένους φιλοσοφικούς όρους και τις λατινικές αντιστοιχίες τους: τη μετάφραση της «ύλης», λόγου χάρη.
Πριν από οποιαδήποτε έντυπη λατινική μετάφραση πλατωνικού έργου, κυκλοφόρησε στη Ρώμη, το 1469, το σπουδαίο σύγγραμμα του καρδινάλιου Βησσαρίωνα που γράφτηκε μόνο λατινικά: Adversus calumniatorem Platonis. Τυπώθηκε από τους δύο Γερμανούς αρχετυπογράφους C. Sweynheim και A.Pannartz, σε τριακόσια αντίτυπα (BMCIV 7). Πρόκειται για έκδοση που εντάσσεται στη διαμάχη των υποστηρικτών του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ως προς το πρωτείο του φιλοσόφου, η οποία πυροδοτήθηκε στη Δύση, από τότε που ο Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων) έγραψε το Περί ων Αριστοτέλους προς Πλάτωνα διαφέρεται, το οποίο φαίνεται πως αντιπροσωπεύει παραδόσεις του στον Μυστρά και στη Φλωρεντία. Στη διαμάχη αυτή, ο Βησσαρίων, αν και βαθύτατα πλατωνικός, έπαιξε συμβιβαστικό ρόλο, μεταξύ των Ελλήνων λογίων που δρούσαν τότε στην Ιταλία, αλλά και όσων Ιταλών πήραν μέρος στην αντιπαράθεση. Περισσότερο από κάθε άλλον σύγχρονό του, ο Βησσαρίων προσπάθησε να πλέξει την πλατωνική με την αριστοτελική φιλοσοφία, επιχειρώντας να αποδείξει ότι οι θεωρίες τους ταυτίζονται, έστω και αν προβάλλονται με διαφορετικούς τρόπους και φράσεις : «Τιμώ τον Αριστοτέλη, και αγαπώ τον Πλάτωνα».
Στη διάδοση της διδασκαλίας του Πλάτωνα κατά την Αναγέννηση, και ως το 1500, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο : η Ακαδημία του Πλάτωνα που λειτούργησε υπό την καθοδήγηση του Ficino, στη Φλωρεντία, από το 1454 και οι έντυπες λατινικές μεταφράσεις Διαλόγων του, κυρίως, όμως, η έκδοση με τα Άπαντα, που έδωσε συνολική εικόνα του έργου του. Κανένα πλατωνικό κείμενο στο πρωτότυπο δεν τυπώθηκε ως το 1513, οπότε ο Μάρκος Μουσούρος επιμελήθηκε στο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου, την editio princeps του πλατωνικού corpus.
- BMC I-XII = Catalogue of Books Printed in the XVth Century now in the British Museum. London, 1908-1985.
- Claudin, A. The First Paris Press. An account of the books printed for G. Fichet and J. Heynlin in the Sorbonne 1470-1472. London, 1897.
- Goff, F.R. Census = Incunabula in American Libraries. A third census of fifteenth-century books recorded in North American collections. 1973, New York.
- Copinger, W.A. HC=Supplement to Hain’s Repertorium Bibliographicum, Part I. London, 1895.
- Polain, M.L. Catalogue des livres imprimés au quinzième siécle des bibliothèques de Belgique. Bruxelles, 1932.
- Χάρτα της Ελληνικής Τυπογραφίας. Η εκδοτική δραστηριότητα των Ελλήνων και η συμβολή τους στην πνευματική Αναγέννηση της Δύσης. Αθήνα, 1989 .