Νόθοι Διάλογοι του Πλάτωνα
Ως νόθοι διάλογοι του Πλάτωνα χαρακτηρίστηκαν από την αρχαιότητα όσα κείμενα δεν θεωρούντο γνήσια πλατωνικά συγγράμματα. Ωστόσο, αγνοούμε ως σήμερα με ποια ακριβώς κριτήρια έγινε αυτή η επιλογή, από ποιούς και πότε. Από τον 19ο αιώνα όμως και μετά, η αξιολόγηση αυτή έγινε, κυρίως, με γλωσσικά και φιλολογικά κριτήρια. Υπάρχει ωστόσο και άλλη εκδοχή, που έχει ώς γνώμονα την εκδοτική πρακτική από την εποχή του Πλάτωνα.
Η εκδοτική διαδικασία που είχε επιβάλει ο Πλάτων στην Ακαδημία, για όσα δοκίμια και πραγματείες επρόκειτο να κυκλοφορήσουν στην Αγορά από μέλη του κύκλου της Ακαδημίας, υπόκειτο σε συγκεκριμένη κριτική αξιολόγηση. Πρέπει να υποθέσουμε ότι και οι Διάλογοι του Πλάτωνα, εκτός των Νόμων και της Επινομίδας, δεν εξαιρέθηκαν από τη διαδικασία αυτή.
Ένα βιβλίο εθεωρείτο ότι έχει εκδοθεί, εφόσον προηγουμένως είχε υποβληθεί στη «δοκιμασία» της δημόσιας ανάγνωσης, παρουσία μελών του κύκλου της Ακαδημίας. Τον ρόλο του «αναγνώστη» είχε εμπιστευθεί ο Πλάτων στον Αριστοτέλη, στον οποίον αναφέρεται και ως «Νους» ή «Νους της διατριβής». Η συμβολή του «αναγνώστη» στην όλη διαδικασία δεν έγκειτο σε μια απλή ανάγνωση μόνο, αλλά έπαιζε και τον ρόλο «φιλολογικού κριτή. Οι παρατηρήσεις του, όπως και των υπολοίπων ακροατών, ενσωματώνονταν στο υπό έκδοση κείμενο, παρουσία του Πλάτωνα. Η εκδοτική αυτή διαδικασία είχε αυστηρό χαρακτήρα, όπως συνάγεται και από το παράθεμα: [Νούς] άπεστι, κωφόν το ακροατήριον. Αυτό σημαίνει ότι όσοι διάλογοι του Πλάτωνα παρέμεναν στο στάδιο εργασίας, εθεωρούντο ανέκδοτοι και επομένως από ορισμένα μέλη της «νόθοι». Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι ελληνιστικός, τον γνώριζαν, βέβαια, από πρώτο χέρι οι μαθητές του Πλάτωνα, όπως, λόγου χάρη, ο Σπεύσιππος, ο Ξενοκράτης, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός και βέβαια ο ίδιος ο Αριστοτέλης.
Το ερώτημα που άμεσα προκύπτει εδώ είναι: πότε έγινε σε ακαδημαϊκό επίπεδο η βιβλιογραφική αυτή διάκριση; Aπό τα χρόνια του Σπεύσιππου ή αφέθηκε η κατάταξή τους στα χέρια των Αλεξανδρινών φιλολόγων και εν προκειμένω στην πρωτοβουλία του Καλλίμαχου; Πάντως, ο Αριστοτέλης στα διδακτικά του συγγράμματα δεν αναφέρεται σε κανέναν διάλογο που σήμερα θεωρείται «νόθος», χωρίς, βέβαια, να αποκλείουμε την περίπτωση οι διάλογοι αυτοί να μην περιείχαν κάτι αξιοσημείωτο, κατά την κρίση του Ανδρόνικου του Ρόδιου που εξέδωσε τα διδακτικά της βιβλιοθήκης του Αριστοτέλη. Οδηγός μας στην ανίχνευση της πρώτης επίσημης κατάταξης των «νόθων» διαλόγων του Πλάτωνα, είναι η περιπέτεια της βιβλιοθήκης του Αριστοτέλη, που περλάμβανε και συγγράμματα φυσικών φιλοσόφων και σοφιστών, όπως και έργα του Πλάτωνα, του Σπεύσιππου, αλλά και του Θεόφραστου, εκτός των άλλων. Τη συλλογή αυτή κληρονόμησε ο Θεόφραστος, που με τη σειρά του την κληροδότησε στον μαθητή του Νηλέα, ο οποίος τη μετέφερε στη γενέτειρά του, τη Σκήψη. Μέσω του Νηλέα, προϊστάμενοι της βιβλιοθήκης των Πτολεμαίων στην Αλεξάνδρεια απέκτησαν τα πρωτότυπα ή αντίγραφα του βιβλιακού αυτού corpus, εκτός από τα διδακτικά συγγράμματα του Αριστοτέλη. Με τα όσα ως σήμερα γνωρίζουμε, έτσι μόνο μπορεί να εξηγηθεί η απόκτηση του συνόλου των έργων του Πλάτωνα από την Βιβλιοθήκη των Πτολεμαίων και η κατάταξή τους σε τετραλογίες από τον Καλλίμαχο, που εκπόνησε τους Πίνακες, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και «νόθοι» διάλογοι (μεταξύ 285-240 π.Χ.). Πότε ακριβώς χαρακτηρίσθηκαν ως «νόθοι» διάλογοι του Πλάτωνα δεν το γνωρίζουμε. Πάντως, ο Διογένης Λαέρτιος στους Βίους του παραθέτει έναν κατάλογο όσων θεωρούνται «νόθοι», με βάση τον Έρμιππο μάλλον, από τους οποίους κανένας δεν καταγράφεται στις τετραλογίες των Πινάκων του Καλλίμαχου, όπως: ο Σίσυφος, ο Αξίοχος, ο Δημόδοκος κ.ά.
Όταν μιλάμε για συγγράμματα που χαρακτηρίστηκαν ως «νόθα», ήδη από την αρχαιότητα, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την εκτεταμένη ψευδεπίγραφη δραστηριότητα που παρατηρήθηκε κατά τη συγκρότηση της «οικουμενικής βιβλιοθήκης» που οραματίζονταν οι Πτολεμαίοι και οι προϊστάμενοι του Μουσείου της Αλεξάνδρειας. Ο Ολυμπιόδωρος μαρτυρεί τόσο τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους υπήρξε, και έλαβε μάλιστα μεγάλη έκταση η ψευδεπίγραφη δραστηριότητα, όσο και τους τρόπους που χρησιμοποιούσαν οι «παραχαράκτες». Τα συγγράμματα αυτά, σύμφωνα με τον Γαληνό, συντάσσονταν με μεγάλη επιδεξιότητα και συχνά χρειάζονταν στέρεες φιλολογικές γνώσεις και χρόνος πολύς για να διακρίνει κάποιος το ψευδεπίγραφο, καθώς αποσπάσματα του αυθεντικού κείμενου συνυφαίνονταν αριστοτεχνικά με το νόθο. Πρόσφορο έδαφος για μια τέτοια ανεξέλεγκτη δραστηριότητα πρόσφεραν οι Πτολεμαίοι, Φιλάδελφος και Ευεργέτης Α΄, οι οποίοι με συνοπτικές διαδικασίες αγόραζαν βιβλία, χωρίς προηγουμένως να ελέγχουν την αξιοπιστία τους.
Μετά από όσα προαναφέραμε για τους θεωρούμενους ως «νόθους» δαλόγους, πρέπει να τους κατατάξουμε σε δύο υποκατηγορίες: σε όσους παρουσιάζουν μεγάλες συγγένειες με τους αυθεντικούς, γλωσσικές και ιδεολογικές, και σε αυτούς που συντάχθηκαν με σκοπό να εκληφθούν ως αυθεντικοί ή αντιπροσωπεύουν ασκήσεις μαθητών κάποιας πλατωνικής σχολής των ελληνιστικών χρόνων. Δεν πρέπει, επίσης, να αποκλείσουμε την περίπτωση μαθητές του Σωκράτη και του Πλάτωνα να εξέφραζαν, μέσω των ανέκδοτων (νόθων) διαλόγων, θεωρίες και αντιλήψεις διαφορετικές από αυτές της διδασκαλίας του Πλάτωνα, όπως στην περίπτωση του Θεάγη. Ο διάλογος αυτός, με ήρωα τον Θεάγη, γιο του στρατηγού Δημόδοκου μάλλον, τον οποίο μνημονεύει ο Θουκυδίδης και αναφέρει ο Πλάτων στην Απολογία (33d) και την Πολιτεία (496b), εικάζεται ότι έχει αντικείμενο την αφήγηση ανεκδότων για το «δαιμόνιο» του Σωκράτη. Σύμφωνα με το χωρίο της Πολιτείας, η «φιλοσοφία» θα έχανε τον Θεάγη, αν δεν μεσολαβούσε η αναπηρία του, που τον ανάγκασε να παραμείνει στο περιθώριο του δημόσιου βίου. Στη συζήτηση που διεξάγεται μεταξύ των προσώπων του διαλόγου είναι προφανές ότι έχουν χρησιμοποιηθεί ολόκληρα χωρία και φράσεις από άλλους διαλόγους του Πλάτωνα, οι οποίοι θεωρούνται αυθεντικοί πέραν πάσης αμφιβολίας: το «δαιμόνιον» περιγράφεται με τις ίδιες ακριβώς λέξεις (128d) που χρησιμοποιήθηκαν στην Απολογία (31d), ενώ η προειδοποίηση του Θεάγη προς τον Σωκράτη, πως ορισμένοι νέοι δεν θα έβγαιναν ωφελημένοι από τη συναναστροφή του, θίγεται στον Θεαίτητο (15a). Η συζήτηση πάλι αναφορικά με τον σφετερισμό της εξουσίας από τον Αρχέλαο εκτυλίσσεται με την ίδια φρασεολογία όπως αυτή στον Γοργία (124d).
Αυτό που διαφαίνεται εδώ είναι ότι τόσο ο συντάκτης του Θεάγη όσο και εκείνοι που συνέταξαν τους θεωρούμενους ως «νόθους» πλατωνικούς διαλόγους, πρέπει να είχαν στα χέρια τους υλικό από τις παραδόσεις (Υπομνήματα) του δασκάλου τους στην Ακαδημία, το οποίο ενσωμάτωσαν, μετά τον θάνατο του φιλοσόφου μάλλον, σε διαλόγους καμωμένους στο ύφος του Πλάτωνα. Κρίνοντας από τον Θεάγη και πάλι, όπου ο πρωταγωνιστής του διαλόγου παρουσιάζει το «δαιμόνιον σημείον» να οδηγεί τον Σωκράτη σε έλεγχο πράξεων άλλων, κάτι που αντιβαίνει στην πλατωνική ιδεολογία και δεν καταγράφεται σε κανέναν από τους θεωρούμενους ως γνήσιους διαλόγους του Πλάτωνα.
Πολλά θα είχε να παρατηρήσει κανείς και στην περίπτωση άλλων Διαλόγων που έχουν καταταχθεί στους «νόθους», όπως στον Μίνωα και τον Αξίοχο. Ο Μίνως, που ανοίγει την ένατη τετραλογία στην κατάταξη των Πινάκων του Καλλίμαχου, θεωρείται από πολλούς ως εισαγωγικό κείμενο των Νόμων, και η επιλογή του τίτλου, Μίνως, ίσως και να σχετίζεται με την πρόταση που έκαναν οι Κρήτες στον Πλάτωνα να νομοθετήσει. Ο Αξίοχος πάλι, μολονότι ρητά αναφέρεται από τον Διογένη Λαέρτιο ως νόθος, εκλήφθηκε από τη «μεγάλη γενιά» των Ελλήνων και Ιταλών φιλολόγων κατά την Αναγέννηση ως αυθεντικός. Τελικά, τον Πλάτωνα ίσως να μην τον απασχόλησε ποτέ αυτή η διάκριση, σε αυθεντικούς και νόθους δηλαδή, αν κρίνουμε και από την εκφρασμένη πεποίθησή του: το μη σπουδάζειν επι τοις ονόμασι (Πολιτεία, 261a).
- Friedländer, P. Die Platonischen Schriften. Berlin-Lipsia, 1930.
- Soyilhe, J. Platon Dialogues suspects. Paris, 1930.
- Στάικος, Κ. Σπ. Η Βιβλιοθήκη του Πλάτωνα και της Ακαδημίας. Αθήνα, 2013.