Βοήθιος
Ο Βοήθιος (περ. 477-524 μ.Χ.) είναι ίσως ο μόνος χριστιανός της Δύσης, που αγάπησε τόσο πολύ τον κόσμο ως κόσμο των μορφών της ελληνικής αρχαιότητας. Στον ίδιο έχει την έναρξή της η αριστοτελική σχολαστική πλευρά της μεσαιωνικής φιλοσοφίας, με την Παρηγοριά της Φιλοσοφίας να συμβάλει επίσης στην πλατωνική πλευρά της και να παραδίδει αντί διαθήκης την επίγνωση ότι ευτυχία των ανθρώπων είναι η μεταμόρφωσή τους στην ένωση με τον Θεό.
Ρωμαίος φιλόσοφος και πολιτικός του 6ου αιώνα, ο Βοήθιος (Anicius Manlius Severinus Boethius, περ. 477-524 μ.Χ.) είναι γνωστός κυρίως για το φιλοσοφικό ποίημα Παρηγοριά της Φιλοσοφίας (Consolatio Philosophiae) που συνέθεσε στο τέλος του βίου του (523-4 μ.Χ.), κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του από τον Οστρογότθο Θεοδώριχο, εξαιτίας συκοφαντικής κατηγορίας ότι συνωμοτούσε με την Κωνσταντινούπολη. Οι μικρότητες της αυλικής μηχανορραφίας οδήγησαν τον ίδιο στη θανάτωση με απίστευτα βασανιστήρια, ενώ αποστέρησαν για αιώνες τη δυτική Ευρώπη από τα έργα του Αριστοτέλη και πολύ περισσότερο από τα έργα του Πλάτωνα.
Οι μεταφράσεις που πρόλαβε να εκπονήσει περιλαμβάνουν την Εισαγωγή του Πορφυρίου στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη (3ος αι.), σταθερό σχολικό εγχειρίδιο για την επόμενη χιλιετία, τις ίδιες τις Κατηγορίες, το Περί Ερμηνείας, τα Αναλυτικά, τα Τοπικά και τους Σοφιστικούς Έλεγχους του Αριστοτέλη (η πατρότητα των τριών τελευταίων αμφισβητείται). Ο ίδιος υπομνημάτισε τα Αναλυτικά και (με νεοπλατωνική προοπτική) το Περί Ερμηνείας του Αριστοτέλη, την Εισαγωγή του Πορφύριου και τα Τοπικά του Κικέρωνα, ενώ συνέθεσε δικά του έργα σχετιζόμενα με τη λογική –για τους κατηγορικούς και υποθετικούς συλλογισμούς, για τις διαφορές των τόπων.
Διασώζονται επίσης τα πρώτα δύο μέρη έργου του περί αριθμητικής, έργο του περί μουσικής, αποσπάσματα περί γεωμετρίας, και ακόμη πέντε θεολογικές πραγματείες: De Trinitate, Utrum Pater et Filius et Spiritus Sanctus de divinitale substantialiter praedicentur, Quomodo substantiae, De fide catholica (η γνησιότητα της οποίας αμφισβητείται), Contra Eutychen et Nestorium. Ένα έργο του περί αστρονομίας έχει χαθεί.
Ο Βοήθιος, μολονότι απέχει από τον χριστιανικό συμβολισμό, αλλά όχι από τις χριστιανικές αξίες, ίσως αναγνωρίζοντας στην κλασική αρχαιότητα τη δυνατότητα να απευθύνεται πιο ριζικά στον άνθρωπο, και (όπως υποθέτει μέρος των ίδιων των μεσαιωνικών ερμηνευτών) επιθυμώντας την Παρηγοριά της Φιλοσοφίας σαν πνευματική διαθήκη του ανεμπόδιστη από θρησκευτικές προκαταλήψεις, ελάχιστα σκανδάλισε, ενώ το έργο διαβάστηκε όσο η Βίβλος στη διάρκεια του Μεσαίωνα, και όχι λίγο στους επόμενους αιώνες.
Ελλείψει δικής του εξηγήσεως, μόνο βέβαιο είναι ότι η πίστη του Βοήθιου στη χριστιανική αποκάλυψη, που πια δεν αμφισβητείται από καμμιά μερίδα της έρευνας, δεν του ασκούσε ιδεολογική πίεση, τουλάχιστον όχι στο τέλος του βίου του. Είτε από μεγάλη εκτίμηση στην παιδαγωγική αξία των κλασικών ελληνικών γραμμάτων, είτε για άλλους λόγους, ολοκλήρωσε τον βίο του εξωτερικά έγκλειστος, εσωτερικά ελεύθερος.
Εύστοχα συσχετίζεται η εκδίωξη των Μουσών στο πρώτο μέρος του έργου με την εξορία του Ομήρου από την πλατωνική πολιτεία. Η εντύπωση για τον βίο ως ‘περιπετειώδη’ είναι ο τρόπος με τον οποίο η απερισκεψία οικειοποιείται την εγγενή μεταβλητότητα της ύπαρξης, όμως η πραγματική φύση του χρόνου ως κινητού αιώνος επιζητεί αναγωγή στη θεία πρόνοια και επίγνωση νοηματικής σταθερότητας και ασφάλειας. Έτσι ο Βοήθιος αξιοποιεί τη στωϊκή πεποίθηση περί ιερής σημασίας των αναγκαιοτήτων του βίου. Ο Θεός γνωρίζει όλο τον χρόνο στη μία ‘στιγμή’ της αιωνιότητας —τίποτα δεν έπεται, δεν έχει παρέλθει και δεν είναι άγνωστο.
Ο Βοήθιος ταυτίζεται με τον τύπο του φιλόσοφου βασιλιά, υφιστάμενος απογοήτευση παρόμοια με εκείνη που επιφύλαξε στον Πλάτωνα η Σικελία. Οι θεμελιώδεις έννοιες της Παρηγοριάς της Φιλοσοφίας ανάγονται στον πλατωνισμό, όμως ο Δημιουργός προσεγγίζεται με ένταση και θέρμη που γίνεται δυνατή μόνο μετά την Ενανθρώπηση, έστω και με χαρακτηριστικά για τη λατινόφωνη ιδίως χριστιανοσύνη αισθήματα ενοχής ενώπιον δικάζοντος Θεού («ante oculos iudicis cuncta cernentis»: Consolatio V.6, 175-6).
Έχει υποστηριχθεί ότι ο Βοήθιος σκόπευε με την εναλλαγή πεζού λόγου και στίχων να δείξει σχετική την αξία της φιλοσοφίας, ή ακόμη να την απαξιώσει, επειδή τέτοια γραφή συνηθιζόταν σε σατιρικά έργα, όμως η σοβαρότητα της σύνθεσης και η ολοφάνερη αγάπη του για τα κλασικά γράμματα δεν επιτρέπει τέτοιο συμπέρασμα. Άλλωστε, αν απουσίαζε αγάπη και πεποίθηση στην κλασική παιδεία, το έργο του δεν θα είχε φθάσει στην ποιότητα η οποία το ανέδειξε μόνιμη πηγή έμπνευσης για τους ερχόμενους αιώνες, όταν σταδιακά η κλασική ελληνική φιλοσοφία γίνεται θεμέλιο της μεσαιωνικής σκέψης και μια αναφαίρετη διάστασή της.
Ιδιαίτερα στην Δύση η χριστιανοσύνη δεν είχε ακόμη εδραιώσει συνολική κοσμοθεωρία, όπως είχε συμβεί στην Ανατολή με τον Ωριγένη και τον Γρηγόριο Νύσσης. Τη συνολικότητα, όπως φαίνεται, χρειαζόταν ο Βοήθιος, και έτσι ενώ ως τότε η δημιουργικότητά του στρεφόταν στον Αριστοτέλη, για την έσχατη έμπνευσή της δεν αμελεί τον Πλάτωνα. Ο Βοήθιος κλείνει τον βίο του σαν ένας χριστιανός που αγάπησε τον κόσμο ως κόσμο των μορφών της ελληνικής αρχαιότητας, και αφήνοντας αντί διαθήκης την επίγνωση ότι ευτυχία των ανθρώπων είναι η μεταμόρφωσή τους στην ένωση με τον Θεό («divinitatem adeptos deos fiery»: Consolatio III.10a, 87-88).
Οι θεολογικές πραγματείες του δεν έχασαν ποτέ μια σπουδαιότητα, όμως —πέρα από εξαιρέσεις, όπως σε μερικά πανεπιστήμια της κεντρικής Ευρώπης— τη θέση τους ως μεθοδολογικών προϋποθέσεων παραχώρησαν στις Προτάσεις (Sententiae) του Πέτρου Λομβαρδού.
Ο σχολιασμός του στο Περί Ερμηνείας επηρέασε τη μεσαιωνική θεωρία της λογικής περισσότερο από το ίδιο το έργο του Αριστοτέλη. Στα κείμενα του Βοήθιου έχουν την αρχή τους συζητήσεις όπως εκείνη μεταξύ νομιναλιστών και ρεαλιστών, οι οποίες στη συνέχεια αναπτύσσονται ανεξάρτητα, αλλά και συζητήσεις στις οποίες ο Βοήθιος ασκεί συνεχώς επιρροή έως τον ύστερο μεσαίωνα, όπως στην προτασιακή λογική.
Στον βυζαντινό πνευματικό κόσμο η επίδραση του Βοηθίου δεν είναι αμελητέα, κατά τον 13ο και 14ο αιώνα, όταν μεταφράστηκαν το Περὶ τόπων διαλεκτικῶν (Μάξιμος Ολόβωλος με σχόλια περ.1267, Πρόχορος Κυδώνης 1360-67), η Παραμυθία τῆς Φιλοσοφίας (Μάξιμος Πλανούδης, περ.1295) και το Περὶ Ἁγίας Τριάδος (Μανουήλ Καλέκας, τέλ.14ου αι.).
Ο Βοήθιος αποκλήθηκε πρώτος σχολαστικός, για την αριστοτελική πλευρά της σκέψης του και την αυστηρή επιχειρηματολογία που χαρακτηρίζει τις θεολογικές πραγματείες. Η επίδρασή του στη μεσαιωνική φιλοσοφία είναι θεμελιώδης, ισχυρή και συνεχής. Ερμηνεύει το πρόσωπο αριστοτελικά, ως ατομική ουσία, η οποία όμως έχει απολύτως μοναδική αξία κατά τη θεία προέλευσή της, ώστε δεν είναι δυνατό να νοηθεί ως ρόλος η μάσκα. Αυθεντική ύπαρξη του ανθρώπου είναι η συνύπαρξή του με τον Θεό, όπου δεν βρίσκεται μόνο το επιθυμητό τέλος, αλλά ήδη πρωταρχική αυθεντική κατάσταση, χάρη στην οποία η ψυχή γνωρίζει τα πάντα. Με την ενσάρκωσή της η ψυχή βυθίζεται στη λήθη, απ’ όπου φαίνεται η αξία της αληθινής παιδείας, την οποία ο Βοήθιος καταλάβαινε σε συμφωνία με τον Πλάτωνα κατά κύριο λόγο ως επιστροφή στη συνείδηση της θείας φύσης και αρχής.
- Σακελλαρίου, Α. Βοήθιος- Παραμυθία της φιλοσοφίας. Αθήνα, 2004.
- Πλανούδης, Μ. Βοήθιος- Βίβλος περί παραμυθίας της φιλοσοφίας. Αθήνα, 1999.
- Σαμοθράκη, Ν. Το ενυπόστατο του προσώπου: Λεόντιος Βυζάντιος, Λόγος κατά Νεστορίου και Ευτυχούς, Βοηθίου Βίβλος κατά Ευτυχούς και Νεστορίου. Αθήνα, 1996.
- Νικήτας, Δ.Ζ. Boethius' De topicis differentiis και οι βυζαντινές μεταφράσεις των Μανουήλ Ολοβώλου και Προχόρου Κυδώνη. Αθήνα, 1990.
- Albrecht, M. Ιστορία της ρωμαϊκής λογοτεχνίας: από τον Ανδρόνικο ως τον Βοήθιο 2. Ηράκλειο, 2002.
- Hoenen, M.J.F.M., Gersh, S. eds. The Platonic Tradition in the Middle Ages: A Doxographic Approach. Berlin, 2002.
- Phillips, P.E, Kaylor, Ν.Η. Jr. eds. A Companion to Boethius in the Middle Ages. Leiden, 2012.
- Marenbon, J. ed. The Cambridge Companion to Boethius. Cambridge, 2009.