Η αντιπαράθεση χριστιανών πλατωνικών κατά τον 2ο -4ο αι.
Η αντιπαράθεση χριστιανών πλατωνικών αποτελεί έναν περίπλοκο ιστορικό, φιλοσοφικό και θεολογικό διάλογο, συνήθως τεταμένο, ανάμεσα σε χριστιανούς θεολόγους και Έλληνες φιλοσόφους, με κύριους πρωταγωνιστές τον Ιουστίνο, τον Κέλσο, τον Ωριγένη, τον Πορφύριο και τον Ιουλιανό.
Ο Ιουστίνος, που έζησε στη Ρώμη, είναι ο πρώτος που θα ανοίξει ένα διάλογο αξιώσεων με την ελληνική σκέψη, όντας ο ίδιος φιλόσοφος. Ο Ιουστίνος εκθέτει την βασική του θέση για τις σχέσεις χριστιανισμού και φιλοσοφίας, στην Α΄ και Β΄ Απολογία του, όπως και στον Προς Τρύφωνα Διάλογον. Οι απόψεις του μπορεί να συνοψισθούν στις δύο ακόλουθες θέσεις: α) παρά κάποιες επί μέρους διαφορές σε διάφορα δόγματα, ο χριστιανισμός είναι σύμμαχος κι όχι αντίπαλος της φιλοσοφίας, β) ο χριστιανισμός υπέρκειται της φιλοσοφίας, διότι αποτελεί το αποκορύφωμά της. Σε μια διακήρυξη σπάνιας πνευματικής γενναιοδωρίας, θα τονίσει ότι οτιδήποτε έχει σωστά ειπωθεί από τους σοφούς όλων των λαών, ανήκει στους χριστιανούς. Όποιοι (Ηράκλειτος, Σωκράτης, Μουσώνιος, Αβραάμ, Ανανίας, Αζαρίας, Μισαήλ και Ηλίας) έζησαν κατά τον λόγον, ανεξάρτητα από εποχή και πολιτισμό, ακόμη κι αν θεωρήθηκαν άθεοι, είναι χριστιανοί.
Σημαντική είναι επίσης η θεωρία του –σαφώς στωικής προελεύσεως- περί του Χριστού ως σπερματικοῦ λόγου που χαρίζει σε όλους τους ανθρώπους τα σπέρματα της αλήθειας των όντων. Έτσι η φιλοσοφία του Πλάτωνος και των Στωικών, η ποίηση των μεγάλων ποιητών και οι νομοθεσίες των νομοθετών ούτε ξένες είναι προς την σκέψη του Χριστού –αφού όλοι αυτοί συγκρότησαν το έργο τους μετέχοντας στον Λόγο που ενσάρκωσε ο τελευταίος– ούτε όμως ταυτίζονται μ’ αυτήν: η φιλοσοφία προώθησε μιαν αμυδρή και μερική προσέγγιση της αλήθειας, ενώ ο χριστιανισμός φαίνεται να επέτυχε μιαν πληρέστερη και καθολικότερη θέασή της.
Ο Κέλσος, στο έργο του Αληθής Λόγος, παρουσιάζεται ως κάτοχος του αρχεγόνου αληθούς λόγου που αποκαλύφθηκε από κοινού σε θεούς και ανθρώπους, Βαρβάρους και Έλληνες, σύμφωνα με τον οποίον υπάρχει ένας θεός περιβαλλόμενος από άλλους κατώτερους που μαζί φροντίζουν και διακυβερνούν τον κόσμο. Έτσι, μονοθεϊσμός και πολυθεϊσμός δεν αλληλοαποκλείονται, αφού η αποδοχή ενός υπέρτατου θεού συνυπάρχει αρμονικά με την ύπαρξη πολλών θεών, υποταγμένων στον ένα και ενίοτε ιεραρχημένων μεταξύ τους κατά τα πρότυπα των βασιλικών ή αυτοκρατορικών αυλών της εποχής. Χωρίς να παραβλέπει την σημασία του ενός υπερβατικού θεού, ο Κέλσος δίνει όλη του την προσοχή στους πολλούς κατώτερους θεούς, αφού αν παραμεληθούν αυτοί (όπως και οι αντίστοιχοι αξιωματούχοι της περσικής ή ρωμαϊκής αυλής) μπορεί να προκαλέσουν μεγάλα προβλήματα στους υπηκόους τους. Εδώ ακριβώς έγκειται η διαφωνία του Κέλσου τόσο με τον ιουδαϊσμό όσο και με τον χριστιανισμό: ο εβραϊκός μονοθεϊσμός αποτελεί παρανόηση του αληθούς λόγου αφού αποκλείει, εξ αιτίας του αυστηρού μονοθεϊσμού του, όλους τους άλλους θεούς, ενώ οι χριστιανοί, ακόμη χειρότερα, έχουν εγκαταλείψει κι αυτόν ακόμη τον ένα θεό του ιουδαϊσμού, λατρεύοντας ένα απλόν άνθρωπο, τον Ιησού ως θεό.
Στην βάση αυτή, ο Κέλσος θα κατηγορήσει τον χριστιανισμό ότι αποτελεί μια νεωτεριστική κίνηση που αμφισβητεί διττώς τον αληθή λόγο, αφού συνιστά προδοσία μιας παλαιότερης προδοσίας του παλαιού/αληθούς λόγου, δηλ. του ιουδαϊσμού. Αν ο ιουδαϊσμός είναι απορριπτέος διότι αλλοίωσε και παρανόησε τα πάτρια, οι χριστιανοί θα πρέπει να είναι μισητοί εις διπλούν διότι δεν εγκατέλειψαν απλώς τις αρχέγονες πατρογονικές παραδόσεις του ιουδαϊσμού, αλλά εισήγαγαν επίσης το νέο στο χώρο της σκέψης και του πολιτισμού, εκπροσωπώντας την τόλμη και την ρήξη με το ιερό παρελθόν. Όποια μορφή σκέψης δεν συνάπτεται προς τον αρχαίο λόγο, στερείται θεμελίου και συνιστά εκφυλισμό. Στον Κέλσο ο λόγος ταυτίζεται με την παραδοσιοκρατία κι αυτή με το αληθές.
Παρά το γεγονός ότι πρόσκαιρα και στο πλαίσιο της απολογητικής, ο Ωριγένης θα προσπαθήσει να αντικρούσει την θέση αυτή και να υποστηρίξει ότι οι χριστιανοί ανήκουν στα αρχαία έθνη (αφού προέρχονται από τους Ιουδαίους), θα προωθήσει ωστόσο σταθερά την γνώμη ότι η ιδιαιτερότητα του χριστιανισμού συνίσταται στην ρήξη με το παρελθόν και στην επαναστατικότητα προς την παράδοση. Δύο είναι οι αιτίες γι’ αυτό: α) η εμμονή στα επιχώρια νόμιμα στερεί τον λόγο από την καθολικότητα και την οικουμενικότητά του, και β) χωρίς το καινοτομεῖν, που προέρχεται από την υποκειμενική ερμηνευτική διάσταση του λόγου σε αναμέτρηση με τα εκάστοτε παραδοθέντα, είναι ακατανόητη η ποικιλότητα του ανθρωπίνου πνεύματος, όπως εμφαίνεται στο χώρο της φιλοσοφίας, της επιστήμης και της θρησκείας (αιρέσεις). Η ίδια, εξ άλλου, η πορεία της σκέψης συντίθεται από αλλεπάλληλες «προδοσίες» της «παραδόσεως»: ο Ωριγένης αναφέρει τις σχέσεις Αριστοτέλους/Πλάτωνος και Χρυσίππου/Κλεάνθους ως ενδεικτικά παραδείγματα.
Η διαφορά χριστιανισμού/ελληνισμού έγκειται στη διαφορετική φιλοσοφία της ιστορίας που φαίνεται να αντιπροσωπεύουν. Η ιστορία είναι πίστη στο μέλλον ή επαναφορά του παρελθόντος; Ο χρόνος είναι προδοσία της Αρχής ή εμπλουτισμός της; Συνιστά δύναμη παραγωγής του καινούργιου ή αποτελεί εκφυλισμό; Στα ερωτήματα αυτά, ο Κέλσος θα απαντήσει ταυτίζοντας ιστορία και παρακμή, οπότε θα απορρίψει το καινούργιο∙ ενώ ο Ωριγένης θα αναδείξει την ιστορικότητα όχι μόνον του ανθρώπου, αλλά και του θεού ως αιτίας του καινούργιου.
Κατά τον Ωριγένη, η βασική αντίφαση που διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής φιλοσοφίας συνίσταται στην ασυμβίβαστη συνύπαρξη ορθολογικότητας και ανορθολογικότητας, διατράνωσης του λόγου με ταυτόχρονη παραδοχή θρησκευτικών προλήψεων και δεισιδαιμονιών, γνωρισμάτων του απαίδευτου όχλου.
Η λύση της αντίφασης αυτής, κατά τον Ωριγένη, δεν μπορεί να εξασφαλισθεί παρά μόνο μέσω της ανένδοτης εφαρμογής, ακόμα και στο χώρο της λαϊκής θρησκευτικότητας, της πλατωνικής «ανοδικής» διαλεκτικής από το αισθητό προς το νοητό. Ο επαναστατικός δυναμισμός του πλατωνικού Ιδεαλισμού, ως ριζικής κριτικής του υπάρχοντος, ώστε, με κριτήριο τον καθαρό λόγο των Ιδεών, να σχετικοποιηθούν ή ανατραπούν όλες οι μορφές αισθητότητας (από την απλοϊκή θρησκευτικότητα των απαιδεύτων έως τα κοινωνικοπολιτικά είδωλα του πλούτου και της εξουσίας), αποτελεί την βάση της κριτικής του Ωριγένη. Λατρεία του θεού δεν είναι η δεισιδαιμονική λαϊκή πίστη, αλλά η καλλιέργεια του νου με σκοπό την εκλογίκευση του πράττειν. Η επιμονή στην εναρμόνιση λόγου και πολιτικοκοινωνικής πράξης, όπως και η απαίτηση για έναν όλο και περισσότερο εμβαθυνόμενο ιδεαλισμό, αποτελούν σημαντικές συμβολές του Ωριγένη.
Το «καινόν» του Ωριγένη είναι η κριτική διάσταση του λόγου που απαντάται είτε στην Π.Δ. (προφητική κριτική στην τυπολατρική θρησκευτικότητα) είτε στην φιλοσοφία (Ηράκλειτος και Στωικοί). Δεν είναι τυχαίο που κατηγορεί τον Κέλσο για αφιλόσοφη, δηλ. παράλογη και δεισιδαιμονική, στάση έναντι των παραδόσεων, υποδηλώνοντας ότι αυτός και όχι ο Κέλσος αντιπροσωπεύει το αυθεντικό φιλοσοφείν: φιλόσοφος δεν μπορεί να είναι όποιος υπερασπίζεται τον σκληρυμένο παραδοσιακό λόγο, αλλά όποιος χρησιμοποιεί τον λόγο ως κριτική δύναμη της παράδοσης.
Παρά τα φιλολογικά προβλήματα που εντοπίζονται στο έργο του Πορφυρίου Κατά Χριστιανών, αφού διασώθηκε αποσπασματικώς, λόγω της παραδόσεώς του στην πυρά από βυζαντινούς αυτοκράτορες, τα βασικά χαρακτηριστικά της σκέψης του, μερικώς επηρεασμένα από τον Κέλσο, είναι τα εξής: ανεκτικότητα έναντι των Ιουδαίων, υιοθέτηση μιας αμφίσημης στάσης έναντι του Ιησού και ταυτόχρονα σφοδρή κριτική προς τους μαθημές του και τους μεταγενέστερους θεολόγους. Κατά τον Πορφύριο, ο Ιησούς υπήρξε ένας ευσεβής και ύψιστα σοφός άνθρωπος που δεν διέφερε σε τίποτε από τους θείους άνδρες της ελληνικής ιστορίας, τον οποίον όμως οι μαθητές του ανύψωσαν παράλογα σε θεό. Επαναλαμβάνοντας το κλασικό επιχείρημα του ιουδαϊσμού (Ιω. 10, 33 και Ιουστίνου, Διάλ. Τρυφ. 8, 3), ο Πορφύριος υποστήριξε ότι είναι εντελώς ανόητο οι μαθητές του να εγκαταλείψουν τον ένα θεό του εβραϊκού μονοθεϊσμού και να καταφύγουν στην λατρεία ενός απλού ανθρώπου.
Ο Πορφύριος χρησιμοποιεί την ιστορικοκριτική φιλολογική μέθοδο, προκειμένου να πλήξει την αυθεντία θεοπνευστίας που οι χριστιανοί υποστήριζαν ότι διαθέτουν οι Γραφές τους. Το ενδιαφέρον επιχείρημά του περί ανακριβειών, ανακολουθιών και αντιφάσεων στις Γραφές ή το συμπέρασμά του ότι τα ευαγγέλια δεν αποτελούν ιστορικά κείμενα αλλά επινοημένες αφηγήσεις, απαντώνται ήδη σε προγενέστερους χριστιανούς θεολόγους: ο Πορφύριος χρησιμοποίησε τα επιχειρήματα των αντιπάλων του για να «πλήξει» τους ίδιους. Όπως και ο Κέλσος, θα υποστηρίξει ότι οι χριστιανοί αποτελούν συνώνυμο της απαιδευσίας, τα δε κείμενά τους είναι κακίστης ποιότητας μύθοι που δεν μπορούν να ελλογικευθούν ούτε και με την εφαρμογή της αλληγορικής μεθόδου. Όπως ήδη ο Κέλσος και ο Γαληνός, ο Πορφύριος επιμένει στον ανορθολογικό χαρακτήρα της χριστιανικής πίστης που παραμένει άκριτη, ανεξέταστη και αναπόδεικτη. Τέλος, όπως όλοι οι προηγούμενοι εθνικοί και λίγο αργότερα ο Ιουλιανός, θα υποστηρίξει ότι ο χριστιανισμός αποτελεί παράγοντα απειλής για την ιστορική συνέχεια των εθνών και την κοινωνικοπολιτική συνοχή των κρατών, λόγω της ρήξεώς του με τα πάτρια. Παρά την αντιχριστιανική στάση του, ο Πορφύριος θεωρείται ότι δέχθηκε σημαντική επίδραση από χριστιανούς ή γνωστικίζοντες θεολόγους, στην καρδιά της θεολογικής του σκέψης, αφού απέδωσε στην πρώτη Αρχή προσωπικά χαρακτηριστικά.
Ο Ιουλιανός συμπύκνωσε την αντιχριστιανική του επιχειρηματολογία κυρίως στο Κατά Γαλιλαίων και σε διάφορες επιστολές. Σκοπός του ήταν να γελοιοποιήσει την Κ.Δ. και την θεολογία περί θεότητας του Ιησού. Εκτός από την εμπαθή επιθετικότητά του κατά των χριστιανών, η κριτική εναντίον τους δεν είναι γενικώς πρωτότυπη, αλλά στηρίζεται στην προηγούμενη αντιχριστιανική γραμματεία του Κέλσου και του Πορφύριου. Περιβόητο θα παραμείνει στην ιστορία το Διάταγμα του 362 με το οποίο ο Ιουλιανός απαγόρευε στους χριστιανούς να διδάσκουν την ελληνική παιδεία.
Ο Ιουλιανός τόνιζε ιδιαίτερα τον ελληνικό εθνικισμό, την προάσπιση των πατρογονικών παραδόσεων (όσο παράλογες κι αν ήταν), την υπεράσπιση της παιδείας και τον νεοπλατωνισμό ως θρησκεία. Ο χριστιανισμός, κατ’ αυτόν, δεν περιείχε τίποτε το θείον και απευθυνόταν στο άλογο μέρος της ανθρώπινης ψυχής που τέρπεται από μύθους, παιδαριώδεις διηγήσεις και τερατολογίες. Εκτός από άξεστοι, οι χριστιανοί θεωρήθηκαν κακοί πολίτες και αντικοινωνικά όντα. Χαρακτηρίζονταν μάλιστα αποστάτες, ασεβείς και άθεοι γιατί εγκατέλειψαν τα πάτρια. Ο θεός της Π.Δ. ήταν ένας παράλογος θεός αφού συνδεόταν με τον φθόνο, την μνησικακία και την αντεκδίκηση. Ο Ιησούς δεν ήταν θεός, κι επομένως δεν θα έπρεπε να του αποδίδεται λατρεία, ενώ ο περιώνυμος φιλανθρωπισμός του αποδεικνυόταν κατώτερος σε σχέση με τους αυθεντικούς ήρωες του ελληνισμού, όπως ήταν ο Ηρακλής και κυρίως ο Ασκληπιός.
Παρά ταύτα, η θεωρία του Ιουλιανού περί αρχέγονης ποικιλότητας των εθνών και η πολιτική θεολογία που βασίστηκε πάνω της, αποτελούν ιδιαίτερη συμβολή του.
Η αντιπαράθεση πλατωνικών/χριστιανών αποτελεί εκδήλωση φανατισμού, ιδίως από την πλευρά των φιλοσόφων. Αν εξαιρέσουμε τον Νουμήνιο (2ος αι.), τον Αμέλιο (3ος αι.) και τον Ιεροκλή (4ος αι) –εν μέρει δε και ανομολόγητα τον Πλωτίνο και τον Πορφύριο- που επέδειξαν πνεύμα συνδιαλλαγής και αναγνώρισης προς τους χριστιανούς, όλοι οι υπόλοιποι, μολονότι φιλόσοφοι, διακατέχονταν από τυφλή εμπάθεια. Οι χριστιανοί θεολόγοι, αυτής της περιόδου –διότι αργότερα η έλλειψη ανεκτικότητας θα καταλάβει και τους χριστιανούς– πρότειναν χείρα συμφιλίωσης και συνεργασίας και εργάσθηκαν υπέρ μιας εναρμόνισης της χριστιανικής με τη φιλοσοφική σκέψη, χωρίς όμως ανταπόκριση από τους εθνικούς συνομιλητές τους. Υπό μίαν έννοιαν, η αντιπαράθεση που εξετάσαμε είναι μια εσωτερική υπόθεση του ευρύτερου πλατωνισμού, αφού οι σημαντικότεροι χριστιανοί θεολόγοι ήταν οι ίδιοι, περισσότερο ή λιγότερο, πλατωνικοί.
- Attridge, H.W. ANRW II. Berlin, 1978.
- Bouffartigue, J. L’empereur Julien et la culture de son temps. Paris, 1992.
- Meredith, A. ANRW II. Berlin, 1980.
- Munier, Ch. L’apologie de s. Justin Philosophe et Martyr. Fribourg, 1994.