Το συμπόσιο
Το συμπόσιον ως βασικός τρόπος διασκέδασης και κοινωνικής συναναστροφής των πλουσίων Ελλήνων θεσμοθετήθηκε κατά τον έβδομο αιώνα και διατηρήθηκε έως την ύστερη αρχαιότητα. Ήταν ένας αριστοκρατικός θεσμός με σχετικά σταθερή δομή: τόσο η διάταξη του χώρου, όσο και η ακολουθούμενη εθιμοτυπία ήταν, σε μεγάλο βαθμό, προκαθορισμένα.
Το συμπόσιο θεσπίστηκε και ήκμασε στον ελληνικό κόσμο κατά την αρχαϊκή εποχή. Ως υπόθεση εύπορων ανδρών μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια των δείπνων για τα οποία γίνεται ήδη λόγος στα ομηρικά έπη. Τα κλασικά χρόνια ήταν ευρύτατα διαδεδομένο στους αριστοκρατικούς κύκλους και συνεχίστηκε την ελληνιστική εποχή. Στους ρωμαϊκούς χρόνους άρχισε να αντικαθίσταται από άλλες μορφές διασκέδασης. Ο όρος ωστόσο διατηρήθηκε με την ευρύτερη σημασία του τελετουργικού γεύματος. Ο Ιησούς κάλεσε το πλήθος των 5.000 που τον ακολούθησε σε ερημική τοποθεσία να πάρει μέρος και να ανακληθεί στο συμπόσιον που οργάνωσε με πέντε άρτους και δύο ψάρια (Μάρκος 6.39). Οι συμπότες, που σπανίως ξεπερνούσαν τους 30, προσέρχονταν φροντισμένοι και στολισμένοι με άνθη. Ξάπλωναν ανά δύο (ή, σπανιότερα, τρεις) σε ανάκλιντρα τοποθετημένα στις τρεις πλευρές του ανδρώνα, ώστε να έχουν απρόσκοπτη οπτική επαφή. Η στήριξη του κεκλιμένου κορμού τους στον αριστερό βραχίονα επέτρεπε την ελεύθερη χρήση του δεξιού χεριού. Μπροστά τους βρίσκονταν χαμηλά τραπεζάκια με εδέσματα, ενώ στο κέντρο του χώρου δέσποζε ο κρατήρας, όπου γινόταν η απαραίτητη ανάμειξη του κρασιού με νερό (σε αναλογία 1 προς 3 ή περισσότερο). Τους καλεσμένους φρόντιζαν οικιακοί δούλοι. Θυμιάματα αρωμάτιζαν τον χώρο. Το συμπόσιο ξεκινούσε και ολοκληρωνόταν με ύμνους και τελετουργική επίκληση των θεών, συνεχιζόταν με το δείπνον και ολοκληρωνόταν με τον πότον, το μακροσκελέστερο τμήμα του θεσμού, κατά τη διάρκεια του οποίου οι συμμετέχοντες, πίνοντας κρασί, συζητούσαν, τραγουδούσαν, παρακολουθούσαν ακροβασίες και άλλα θεάματα, ερωτοτροπούσαν ή έπαιζαν παιχνίδια. Οι συζητήσεις περιστρέφονταν γύρω από διάφορα θέμα, συνήθως εφήμερα και τετριμμένα, αλλά επίσης πολιτικά, ιστορικά ή φιλοσοφικά. Ο δημοφιλής ποιητής Θέογνης ανησυχούσε για το ενδεχόμενο ανούσιας και κουραστικής φλυαρίας.
Για τον φλύαρο άνθρωπο η σιωπή είν’ αβάσταχτη/ στριφογυρνάει χαρούμενος όταν μιλάει/ στους άλλους ανάμεσα, όμως όλοι βαριούνται,/ κι ανυπόφορο είναι στο συμπόσιο δίπλα/ σε τέτοιον να κάθεσαι (Θέογνης 1.295-98, μτφρ. Κώστας Τοπούζης).
Συχνή κατάληξη των συμποσίων ήταν η μέθη, γύρω από την οποία ο Θέογνης έδινε επίσης σχετικές συμβουλές στα ποιήματά του:
…Μην παραπίνεις/ και σταμάτα προτού ξεπεράσεις το μέτρο… Φύγε λοιπόν ή μείνε δίχως να πίνεις… Να χαίρεσαι το ποτήρι κρατώντας/ χωρίς καυγαδίσματα/ και στη συζήτηση όλοι να κρατάτε σειρά ένας ένας. Έτσι το συμπόσιο γίνεται γλέντι (Θέογνης 1.483-96, μτφρ. Κώστας Τοπούζης).
Τα συμπόσια αποτελούσαν αποκλειστικά ανδρική υπόθεση. Οι μόνες αποδεκτές γυναικείες παρουσίες ήταν αυλητρίδες, ορχηστρίδες (χορεύτριες) και ψάλτριες (τραγουδίστριες) ή κοινές πόρνες, δηλαδή μέλη του ανελεύθερου πληθυσμού, που συμμετείχαν για την καλλιτεχνική, αισθησιακή και ερωτική ψυχαγωγία των ανδρών. Οι προσκεκλημένες εταίρες, συχνά όμορφες και καλλιεργημένες, ήταν συνήθως ελεύθερες, αλλά δεν προέρχονταν από την τάξη των πολιτών. Οι σύζυγοι και οι θυγατέρες των πολιτών παρέμεναν κλεισμένες στον γυναικωνίτη. Τα συμπόσια έπαιζαν σημαντικό ρόλο και στην πολιτική. Οι συμμετέχοντες σχολίαζαν την επικαιρότητα, δημιουργούσαν συμμαχίες, αποφάσιζαν κοινούς τρόπους δράσης και κάποτε συνομωτούσαν για την ανατροπή ενός τυράννου ή την εξουδετέρωση ενός πολιτικού ηγέτη.
Πλούσιες πληροφορίες για τα αρχαία συμπόσια δίνουν πολλά συμποσιακά ποιήματα που έχουν σωθεί, καθώς και η εικονογράφηση μεγάλου πλήθους αγγείων, τα περισσότερα από τα οποία αξιοποιούνταν στα συμπόσια. Τα ομώνυμα συγγράμματα του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα δημιούργησαν ένα νέο φιλολογικό είδος και προσέδωσαν στα συμπόσια την υστεροφημία τους. Το Συμπόσιον του Πλάτωνα είχε οργανώσει ένας βραβευμένος ποιητής ως επινίκιο γλέντι. Ο προσκεκλημένος Σωκράτης προσέρχεται, όπως απαιτούσαν οι καλοί τρόπο, λουσμένος και φορώντας τα σανδάλια του, μολονότι δεν το συνήθιζε. Συνοδεύεται μάλιστα από έναν απρόσκλητο φίλο του. Αμφότεροι καταφθάνουν κάπως καθυστερημένοι. Τους υποδέχεται ένας δούλος, τους πλένει τα πόδια και τους οδηγεί στην θέση τους. Από την αριστερή πλευρά κάθεται πρώτος ο οικοδεσπότης. Δειπνούν, κάνουν σπονδές και ψέλνουν ύμνο στον θεό. Ύστερα προχωρούν στην οινοποσία. Yπενθυμίζουν ο ένας στον άλλο ότι, σύμφωνα με την ιατρική επιστήμη, η μέθη είναι επιβλαβής. Στη συνέχεια πάντως, όλοι πίνουν όσο αντέχει καθένας. Κάποια στιγμή διώχνουν την αυλητρίδα, που μπορεί να αποχωρήσει ή να διασκεδάσει τις γυναίκες του σπιτιού, και αρχίζουν τη συζήτηση, για την οποία ορίζουν με συμφωνία το θέμα. Καθώς περνά η ώρα, το συμπόσιο γίνεται ευρύτερα αντιληπτό και στην θύρα εμφανίζεται πλήθος απρόσκλητων κωμαστών. Ελπίζουν να γίνουν δεκτοί και αυτοί. Στο τέλος, άλλοι από τους καλεσμένους αποχωρούν και άλλοι αποκοιμούνται στα ανάκλιντρα. Ο Σωκράτης, που έχει πιει περισσότερο από όλους χωρίς να μεθύσει, τους τακτοποιεί και παίρνει τον δρόμο του για να αρχίσει την ημέρα του. Είναι πια πρωί. Το Συμπόσιον του Ξενοφώντα δεν ήταν προσχεδιασμένο. Το οργανώνει ένας πλούσιος Αθηναίος, μετά από παρόρμηση της στιγμής. Ο Σωκράτης και οι άλλοι καλεσμένοι διστάζουν αλλά τελικώς προσέρχονται. Γυμνάζονται, αρωματίζονται, λούζονται, εισέρχονται στην αίθουσα και παίρνουν θέση στα ανάκλιντρα. Ενώ δειπνούν σιωπηλοί, τη θύρα κρούει ένας γελωτοποιός, με την ελπίδα ότι θα τους πει αστεία και θα γίνει δεκτός να φάει και να πιει μαζί τους. Όταν πια οι δούλοι σηκώνουν τα τραπέζια, οι καλεσμένοι κάνουν σπονδές και ψέλνουν έναν παιάνα. Την οργάνωση των θεαμάτων αναλαμβάνει στη συνέχεια ένας συρακούσιος ειδικός, που θα πληρωθεί για τη δουλειά του. Έχει μαζί του μια αυλητρίδα και μια ορχηστρίδα. Η ορχηστρίδα χορεύει πετώντας ταυτοχρόνως ψηλά δώδεκα κρίκους, που ξαναπιάνει στον αέρα. Στη συνέχεια φέρνουν μια στεφάνη με όρθια ξίφη τριγύρω. Η ορχηστρίδα κάνει τούμπες ανάμεσά τους, χωρίς να τραυματιστεί. Οι δούλοι γεμίζουν διαρκώς τα ποτήρια. Ένας νεαρός τραγουδιστής εναρμονίζει τη λύρα του με τον αυλό. Ως κατάληξη προσφέρεται μια παντομίμα. Μια μικρή δούλη ντυμένη Αριάδνη κάθεται σε έναν θρόνο. Και ένας δούλος, που υποδύεται τον γυμνό Διόνυσο, χορεύει μπροστά της, κάθεται στα γόνατά της, και τη φιλά παθητικά στο στόμα. Βλέποντας τους νέους να αποσύρονται για το νυφικό κρεβάτι, οι καλεσμένοι φεύγουν τρέχοντας, είτε για να σμίξουν με τις γυναίκες τους, είτε για να αναζητήσουν νύφη. Ο Σωκράτης ετοιμάζεται για τον περίπατό του. Στους πρώτους αιώνες των αυτοκρατορικών χρόνων, όταν τα πραγματικά συμπόσια είχαν πια εκλείψει, το φιλολογικό είδος διατηρούσε την αίγλη του. Το αξιοποίησε με επιτυχία ο Πλούταρχος και ο Αθήναιος, συνθέτοντας ένα εκτενέστατο σύγγραμμα με πλούτο πληροφοριών. Την απόσταση από τα κλασικό πρότυπα επιβεβαιώνει το δημοφιλές σύγγραμμα του εκκλησιαστικού συγγραφέα Μεθόδιου με τον χαρακτηριστικό τίτλο Συμπόσιον των δέκα παρθένων ή περί αγνοίας. Οι ηρωίδες είναι όλες γυναίκες και συζητούν για τις αρετές της παρθενίας.
- Murray, O. ed. Sympotica: A Symposium on the Symposium. Oxford, 1990.
- Lissarrague, Fr. The Aesthetics of the Greek Banquet: Images of Wine and Ritual. Princeton, 1990.
- Wecowski, M. The Rise of the Greek Aristocratic Banquet. Oxford, 2014.
- Hobden, F. The Symposium in Greek Society and Thought. Cambridge, 2013.
- Dunbabin, K. M. D. The Roman Banquet: Images of Conviviality. Cambridge, 2010.
- Klotz, F., Oikonomopoulou, K. eds. The Philosopher’s Banquet: Plutarch’s Table Talk in the Intellectual Culture of the Roman Empire. Oxford, 2011.