Κατηγορία: Φιλοσοφικές θεωρίες

Πλατωνισμός και πρώιμη χριστιανική θεολογία: η διαμόρφωση του χριστιανικού δόγματος

Το χριστιανικό δόγμα διαμορφώθηκε στη διάρκεια των πρώτων αιώνων μ.Χ. ως εξήγηση της βιβλικής διδασκαλίας. Εκτός των άλλων παραγόντων (θρησκευτικών, λατρευτικών, κοινωνικών κ.ά.), σημαντικότατο ρόλο στη σύλληψη και στη διατύπωσή του έπαιξε ο φιλοσοφικός λόγος της εποχής, και κυρίως ο πλατωνισμός, τόσο στη μεσοπλατωνική όσο και (περισσότερο) στη νεοπλατωνική εκδοχή του.

Η μετάβαση από τον απλό λόγο της Καινής Διαθήκης στον θεωρητικό λόγο που έφτασε στη συμπύκνωση των άρθρων του Συμβόλου των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων και στις αναπτύξεις των πατέρων των πρώτων αιώνων ήταν μια δύσκολη διαδικασία, σε πρακτικο-θρησκευτικό και σε θεωρητικό (θεολογικό αλλά και φιλοσοφικό) επίπεδο.

Ο «τρόπος των αλιέων» και το εσωτερικό μήνυμα των χριστιανικών ευαγγελίων στη συνάντησή τους με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του φιλοσοφικού ελληνισμού δεν μπορούσε παρά να μορφοποιηθεί με τον πιο κατάλληλο τρόπο, ώστε να προσαρμοστεί και να κατορθώσει να διεισδύσει, να συνομιλήσει και, τελικά, να πείσει το μορφωμένο εθνικό (μη χριστιανικό) κοινό.

Η στροφή των πρώτων πατέρων προς τον πλατωνισμό δεν έγινε μόνο επειδή αυτός ήταν η επικρατέστερη φιλοσοφική τάση ή ένα είδος φιλοσοφικής κοινής του 2ου και του 3ου αι. –δηλαδή αναπόφευκτα. Έγινε διότι φάνηκε ότι οι θέσεις και οι διατυπώσεις του ήταν, ή μπορούσε να ερμηνευθεί ότι πλησίαζαν, αυτό που οι ίδιοι οι χριστιανοί ήδη πίστευαν ή αυτό που κατανοούσαν ότι πίστευαν, αφού είχαν έρθει σε επαφή με τη φιλοσοφία –πολύ περισσότερο όταν οι λόγιοι χριστιανοί ήταν εθνικοί φιλόσοφοι πριν από τη μεταστροφή τους. Η θεμελιώδης πεποίθηση του πλατωνισμού ότι αυτή η ζωή που ζούμε δεν είναι η αληθινή ζωή και ότι ο θεός δεν είναι μέρος αυτού του κόσμου, αλλά και η θεωρητική αιτιολόγηση και οι ανθρωπολογικές και ηθικές συνεπαγωγές αυτής της πεποίθησης, οδηγούν τους λόγιους χριστιανούς στην αξιοποίηση αυτής της φιλοσοφίας.

Σταδιακά από τον εκλεκτικισμό του ‘πλατωνισμού’ των πρώτων πατέρων, που δεν ήταν συστηματικός, περνάμε μετά τη σύνθεση του Ωριγένη, στην επίδραση του νεοπλατωνισμού (και πρώτα του ίδιου Πλωτίνου) στην πιο κρίσιμη εποχή για την τελική διαμόρφωση του χριστιανικού δόγματος, στον 4ο αιώνα.

Αν θεωρήσουμε ότι ο πλατωνισμός, έτσι όπως ερμηνεύτηκε στην ιστορία του, είναι μία θεώρηση της πραγματικότητας «από πάνω προς τα κάτω» (Gerson 2006), μπορούμε σχηματικά να συνοψίσουμε βασικές πτυχές του:

(1) Το σύμπαν έχει μια συστηματική ενότητα, και για τον λόγο αυτό είναι δυνατή μια συστηματική κατανόησή του. Όλα τα πεδία (μεταφυσική, γνωσιολογία, ηθική κ.ά.) θεμελιώνονται στις ίδιες θεωρητικές αρχές.

(2) Η συστηματική ενότητα είναι μια ιεραρχία (οντολογική και κοσμολογική), στην οποία το απλό προηγείται του σύνθετου και το νοητό του αισθητού –και το πρότερο εξηγεί το ύστερο. Ο αναγωγισμός αυτός οδηγεί σε μία απλή και αδιαίρετη αρχή που αποτελεί την έσχατη εξήγηση των πάντων.

(3) Το θείο αποτελεί μη αναγώγιμη εξηγητική κατηγορία. Κορυφή της ιεραρχίας είναι ο θεός, ο οποίος εξηγεί τη δημιουργία και την τάξη του αισθητού κόσμου –υπ’ αυτή την έννοια οντολογία και θεολογία είναι αξεδιάλυτες. Η σχέση του θείου με τον κόσμο (η πρόνοια και η αγαθοεργία) θεωρείται ουσιαστικό στοιχείο του. Αμφιλεγόμενο είναι το κατά πόσον το θείο είναι προσωπικό, όπως ίσως υποδηλώνει η βασική πλατωνική προτροπή για «ομοίωση με τον θεό».

(4) Η ψυχή αποτελεί μη αναγώγιμη εξηγητική κατηγορία. Επειδή για τον πλατωνισμό το ίδιο το σύμπαν είναι ζωντανό, η ψυχή είναι η αρχή της ζωής.

(5) Τα πρόσωπα ανήκουν στην ιεραρχία και η ευδαιμονία τους συνίσταται στην επαναφορά τους στη χαμένη θέση που είχαν σε αυτήν την ιεραρχία. Αν η ταυτότητα του ανθρώπινου προσώπου είναι η αθάνατη ψυχή, το «τέλος» του είναι η «ομοίωση με τον θεό» –κάτι, όμως, που ξεπερνά αυτό που ήδη είναι για να το ανεβάσει σε αυτό που πρέπει να είναι. Αυτή είναι η αρχή της ηθικής.

(6) Η γνωσιολογική τάξη περιλαμβάνεται στη μεταφυσική τάξη. Οι τρόποι της γνώσης αντιστοιχούν βαθμιδωτά στα ιεραρχημένα επίπεδα της πραγματικότητας. Στη κορυφή, επομένως, βρίσκεται η γνώση των πρώτων εξηγητικών αρχών, ενώ πιο κάτω η αισθητηριακή γνώση.

Οι χριστιανοί στοχαστές των πρώτων αιώνων κρατούν τα περισσότερα στοιχεία μιας πλατωνικής, «από πάνω προς τα κάτω», μεταφυσικής προσέγγισης και εδώ πρέπει να αναγνωριστεί η δομική αναλογία της σκέψης των δύο πλευρών.

Αποδέχονται την οντολογική ιεραρχία και τη διαίρεση της πραγματικότητας, ωστόσο η οντολογική γραμμή που σύρουν δεν είναι ανάμεσα στα νοητά και στα αισθητά, αλλά κάνουν ριζικότερη την οντολογική διαφορά των επιπέδων, μιλώντας για άκτιστο/αγένητο (που είναι μόνον ο Θεός) και κτιστό/γενητό (που είναι οτιδήποτε εκτός του Θεού). Έτσι, όλα είναι γενητά, και τα νοητά (λ.χ. οι ατομικές ψυχές ή οι άγγελοι) και τα αισθητά. Αυτό σημαίνει ότι δεν προήλθαν από την ουσία του Θεού, επομένως δεν υπάρχει ζήτημα ουσιώδους απορροής από το Εν. Το κάθε τι προέρχεται από το μηδέν.

Στη γνωσιολογία, γίνεται δεκτός (με τις γνωστές επιφυλάξεις περί επισφάλειας της αισθητηριακής γνώσης) ένας –αριστοτελικής καταγωγής– εμπειρισμός ως προς τον αισθητό κόσμο. Η μόνη έγκυρη γνώση των νοητών όντων είναι η νοητική σύλληψή τους, αν και αυτό μετριάζεται όσο τονίζεται το γνωσιακό στάτους της προσωπικής θρησκευτικής εμπειρίας. Η ίδια η έννοια της γνώσης διαστέλλεται για να συμπεριλάβει και μια μορφή πίστης.

Η ψυχή ενώ είναι αθάνατη, δεν είναι αγένητη –μια και κάτι τέτοιο θα την καθιστούσε συναιώνια με τον θεό. Επιπλέον, είναι αποκλειστικά προσωπική και δημιουργήθηκε για το συγκεκριμένο σώμα της, στο οποίο εισέρχεται κάποια στιγμή (η ακριβής στιγμή είναι ανοιχτό ζήτημα στους πατέρες). Αυτό αποκλείει την περιπλάνησή της μετά τον χωρισμό της από το σώμα της σε άλλα σώματα, δηλ. την μετενσάρκωση. Αντίθετα, αντιπλατωνική είναι η πίστη στη σωματική ανάσταση.

Η χριστιανική αντίληψη για τη δημιουργία του κόσμου στηρίζεται στην ερμηνεία της σχετικής βιβλικής αφήγησης, αλλά και ως τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την εξηγητική παράδοση του Τίμαιου. Είναι προφανές ότι οι χριστιανοί αξιοποιούν την εκδοχή που θέλει τα παραδείγματα της δημιουργίας όχι αυθύπαρκτες ιδέες αλλά εννοήματα στον νου του θεού-δημιουργού.

Η διδασκαλία της απομάκρυνσης από τον κόσμο, της ενδοσκόπησης, της επικοινωνίας με τον Θεό, ως το ύψιστο αγαθό, φανερώνουν, τουλάχιστον ως προς τη διατύπωσή τους, νεοπλατωνικές επιρροές.

Αλλά και στον πυρήνα της θεολογικής διδασκαλίας ευδιάκριτες είναι οι απηχήσεις του νεοπλατωνισμού. Η σύλληψη της θεότητας αφενός ως απλής (η απλότητα είναι κύριο θεϊκό ιδίωμα) και αφετέρου ως τριαδικής δημιούργησε ερμηνευτικά προβλήματα (και τις συνακόλουθες αιρέσεις). Χωρίς να υπάρχει αντιστοιχία στις τρεις πλωτίνειες υποστάσεις και στις τρεις θεϊκές υποστάσεις, πρέπει να εξηγηθεί η σχέση στο εσωτερικό των τριάδων. Η γένεση του Υιού δεν μπορεί να σημαίνει έγχρονη πράξη ούτε διαίρεση της ουσίας.

Ο αποφατισμός του χριστιανισμού για έναν θεό πέρα από νόηση, άρρητο, που καλύτερα περιγράφεται με αρνητικά κατηγορούμενα και καθίσταται γνωστός με την αμάθεια/αγνωσία ή καλύτερα λατρεύεται στη σιωπή (Αυγουστίνος) συμβαδίζει με τον αποφατισμό περί του Ενός, της πρώτης υπόστασης της νεοπλατωνικής τριάδος.

Τέλος, μία θεμελιώδης διαφορά είναι ότι, ακόμη και αν ως παράδειγμα φιλοσοφικό είχαν τον πλατωνισμό της εποχής τους (εμπλουτισμένο με αριστοτελικές θέσεις), η κύρια στόχευση των χριστιανών στοχαστών δεν ήταν φιλοσοφική: ήταν κατ’ αρχήν η ερμηνεία και η βίωση (προσωπική και κοινοτική) του βιβλικού μηνύματος. Η δημιουργία μιας χριστιανικής φιλοσοφίας, δηλαδή μιας κατά το δυνατόν συνολικής και ορθολογικής εξήγησης του Θεού, του κόσμου και του ανθρώπου ήταν ένας σημαντικός παράπλευρος σκοπός• ίσως, πιο σωστά, ένα μέσο –από τα πιο αποτελεσματικά– για την επίτευξη του βασικού σκοπού.

Η επικράτηση του χριστιανισμού (πέρα από ιδεολογικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς, οργανωτικούς λόγους) στο θεωρητικό επίπεδο προετοιμάστηκε, από μιαν άποψη, από την πορεία του ύστερου πλατωνισμού: ο φιλοσοφικός βίος που πρότεινε ήταν βίος μελέτης και άσκησης, βίος θεωρητικός. Έτσι ο πλατωνισμός θεωρείται μορφή εὐαγγελικῆς προπαρασκευῆς. Από την άλλη, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο πλατωνισμός, ως βασικός εκπρόσωπος του ‘ελληνισμού’ στην ύστερη αρχαιότητα, ήταν ο κύριος αντίπαλος του χριστιανισμού• κάτι τέτοιο μοιάζει να δικαιολογεί η ενίοτε σφοδρή επίθεση χριστιανών εναντίον του (από τον 2ο έως τον 15ο αιώνα). Αυτή η σφοδρότητα, ωστόσο, μπορεί να ερμηνευθεί αντίστροφα και ως αποτέλεσμα της αίσθησης ότι οι δύο πλευρές βρίσκονται κοντά σε θεμελιώδεις θέσεις τους, άρα πρέπει εμφατικά να φανεί η διαφορά τους, εφόσον το πλαίσιο της επαφής τους είναι συγκρουσιακό και επιδίωξη είναι η ιδεολογικά ηγεμονία της μίας πλευράς. Ακόμη και αν ηχεί υπερβολική η φράση του Νίτσε ότι ο χριστιανισμός δεν είναι παρά ένας πλατωνισμός για τον λαό, δείχνει ότι η σχέση τους ήταν καταστατική για την πορεία της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και πολιτισμού.

Συγγραφέας: Γιώργος Ζωγραφίδης
  • Beierwaltes, W. Platonismus im Christentum. Frankfurt, 2014.
  • De Vogel, C. J .
  • Ivanka, E. von. Plato Christianus: Übernahme und Umgestaltung des Platonismus durch die Väter. Einsiedeln, 1964.
  • Benakis, LO' Meara, D. J. ed. . Neoplatonism and Christian Thought. Albany, 1982.
  • O'Daly, G. Platonism Pagan and Christian. London, 1981.
  • Gerson,, L.P. Aristotle and other Platonists. Ιθάκα και Λονδίνο, 2005.
Ευθύφρων

Ευθύφρων

Σωκρατικός διάλογος του Πλάτωνα, που θεωρείται γενικά...

Απουλήιος

Απουλήιος

Πλατωνικός φιλόσοφος, ρήτορας και λογοτέχνης (περ. 125-180...

Πολιτεία

Πολιτεία

Διάλογος της μέσης περιόδου του Πλάτωνα (αναφερόμενος στην...

Βυζαντινά σχόλια στον Πλάτωνα

Βυζαντινά σχόλια στον Πλάτωνα

Στη βυζαντινή περίοδο (7ος-15ος αι.) τα πλατωνικά και...