Ωριγένης
Ο πιο σημαντικός χριστιανός φιλόσοφος των πρώτων αιώνων (π.185–μετά το 251 μ.Χ.) και πολυγραφότατος συγγραφέας εξηγητικών κυρίως έργων. Αποπειράθηκε να συγκροτήσει μια μορφή χριστιανικής φιλοσοφίας για την ερμηνεία της Βίβλου, αξιοποιώντας πλατωνικά και στωικά στοιχεία, και θεωρήθηκε ο κατεξοχήν πλατωνικός χριστιανός στοχαστής.
Ο Ωριγένης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το ±185 από χριστιανική οικογένεια ελληνικής παιδείας. Για βιοπορισμό δίδασκε γραμματική, αλλά νέος ακόμη στράφηκε στη μελέτη και στη διδασκαλία της Γραφής• τότε μάλλον διδάχθηκε φιλοσοφία. Σταδιακά απέκτησε μεγάλη φήμη και ως διευθυντής της κατηχητικής σχολής της πόλης του. Στον διωγμό του Δέκιου (250), βασανίστηκε και με κλονισμένη υγεία πέθανε πιθανώς το 253. Ήταν από τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας (περ. 800 τίτλοι). Έγραψε κυρίως ερμηνευτικά έργα (υπομνήματα και ομιλίες) από τα οποία σώζεται μικρό μέρος. Μεγάλο φιλοσοφικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν το απολογητικό Κατά Κέλσου (η πρώτη συστηματική υπεράσπιση του χριστιανισμού, εναντίον του πλατωνικού Κέλσου) και το δογματικό Περί αρχών, στο οποίο αναλύονται ζητήματα της φιλοσοφίας και της θεολογίας της εποχής (Θεός καθεαυτόν και τριαδικός, σχέση Θεού και κόσμου/ανθρώπου, δημιουργία, ψυχή, ελεύθερη βούληση). Η ερμηνευτική του μέθοδος και αναλύσεις φιλοσοφικών εννοιών βρίσκονται διάσπαρτες σε ολόκληρο το έργο του. Παρά τη βαθειά επίδρασή του στους μεγάλους Πατέρες του 4ου αι., ορισμένες πτυχές της διδασκαλίας του θεωρήθηκαν εσφαλμένες ή και αιρετικές από μεταγενέστερους. Αυτό, σε συνδυασμό με την εκκλησιαστική πολιτική του Ιουστινιανού, οδήγησε στην καταδίκη του Ωριγενισμού από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία συνδέθηκαν αρνητικά με τον Ωριγένη ιδέες όπως η προΰπαρξη ψυχών, ο ανιμισμός, η άρνηση της πραγματικής ανάστασης των σωμάτων. Έτσι, οι αναφορές στον Ωριγένη καθ’ όλο τον Μεσαίωνα ήταν ιδιαίτερα αρνητικές.
Στην Αλεξάνδρεια του 3ου αι. συμβίωναν ο εξελληνισμένος ιουδαϊσμός (
Φίλων
), ο γνωστικισμός του Βασιλείδη, ο ιδιόρρυθμος πλατωνισμός του Αμμωνίου Σακκά (βλ.
Κύκλος του Πλωτίνου
) και λίγο αργότερα ο νεοπλατωνισμός του
Πλωτίνου
, παράλληλα με ποικίλες χριστιανικές ομάδες. Ο Ωριγένης σπούδασε και δίδαξε φιλοσοφία. Γνώριζε καλά και δίδασκε τον Πλάτωνα και τον στωικισμό και σχολίασε πλατωνικά χωρία και απόψεις αλλά και μεταγενέστερους φιλοσόφους. Στο σωζόμενο έργο του περιλαμβάνονται περίπου 150 φιλοσοφικά παραθέματα. Όλη η ζωή και η γνώση του Ωριγένη ήταν αφιερωμένες στην ερμηνεία των ιερών χριστιανικών κειμένων. Προς αυτόν τον σκοπό υιοθέτησε από την αρχαία φιλοσοφία μια ερμηνευτική των κειμένων, την οποία διαμόρφωσε και ανέπτυξε για τις δικές του εξηγητικές ανάγκες, προκρίνοντας την “πνευματική ερμηνεία” τους: την εξαγωγή όχι μόνο του “σωματικού νοήματος” αλλά κυρίως του μυστικού (ηθικού και πνευματικού) νοήματος. Η κατάλληλη μέθοδος για αυτό είναι η ἀλληγορία, την οποία εφάρμοσε στα υπομνήματα της Βίβλου, παίρνοντας όρους της αρχαίας φιλοσοφίας (πλατωνικής, στωικής) και δίνοντάς τους συχνά καινούργια σημασία.
Ο Ωριγένης δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα να αντιπαρατεθεί στην ελληνική φιλοσοφία εν γένει ή σε κάποια συγκεκριμένη σχολή ή θεωρία –είναι, εξάλλου, εκλεκτικιστής. Αναγνώριζε την αξία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας ως προπαρασκευαστικής σπουδής και της έδινε τον ρόλο «θεραπαινίδος» (υπηρέτριας) του χριστιανισμού: τον βοηθά να διατυπώσει τα δικά του δόγματα με τρόπο συνεκτικό και, όσο γίνεται, ορθολογικό. Αλλά, αν η φιλοσοφία είναι τρόπος ζωής, ο χριστιανισμός μπορεί να θεωρηθεί φιλοσοφία, δηλαδή ‘πνευματική άσκηση’: ενδοσκόπηση και ενασχόληση με την ψυχή, η οποία απελευθερώνεται από τα πάθη και, βλέποντας την αντανάκλαση του θεϊκού νου, οδηγείται στη θέωση. Η φιλοσοφική μύηση περιελάμβανε πέντε στάδια: την αρχική κάθαρση, στη συνέχεια τη μάθηση της λογικής, μετά της φυσικής, της γεωμετρίας και της αστρονομίας, κατόπιν της ηθικής και τέλος της θεολογίας, όπου και η ανάγνωση εθνικών φιλοσόφων και της Γραφής. Αυτό το ‘αναλυτικό πρόγραμμα’ συνδυάζει πλατωνικά στοιχεία (η θεολογία ως κορωνίδα) με αριστοτελικά (λογική) και στωικά (πρόταξη της φυσικής). Μόνο ο φιλόσοφος επιτυγχάνει το «γνώθι σαυτόν» και ζει τον βίο που ταιριάζει στα λογικά όντα. Το πάθος του Ωριγένη για την ερμηνεία της Βίβλου συνδυάζεται έτσι με τη συγκρότηση μιας (της πρώτης) ‘χριστιανικής φιλοσοφίας’, που απευθύνεται παιδαγωγικά προς τους λόγιους χριστιανούς. Η πρόκληση για τον Ωριγένη ήταν να μην μείνει στην καταγγελία της ελληνικής φιλοσοφίας αλλά να προχωρήσει σε διάλογο μαζί της, λ.χ. συσχετίζοντας τον φιλοσοφικό λόγο με τον Λόγο του Θεού. Τέτοιες απόπειρες βρέθηκαν στο περιθώριο των χριστιανικών κοινοτήτων και η δυσπιστία προς μια διαμεσολαβητική φιλοσοφία (μεταξύ Βίβλου και [ελληνικής] φιλοσοφίας) αποτέλεσε από τότε τη συνήθη στάση της εκκλησίας. Η δυσκολία της ‘σύνθεσης’ φάνηκε και από τις αντιδράσεις των συγχρόνων του Ωριγένη που αμφέβαλλαν για την ορθοδοξία του. Ωστόσο ο ίδιος, στο Περί αρχών, διέκρινε ανάμεσα σε εκείνο που παραδίδεται μέσω της αποκάλυψης και σε αυτό που υπόκειται σε ανθρώπινη διανοητική επεξήγηση.
Το πνευματικό υπόβαθρο του Ωριγένη δεν είναι φιλοσοφικό, αλλά βιβλικό. Ωστόσο, η παραδοσιακή αντίληψη τον ήθελε ως το κατεξοχήν παράδειγμα πλατωνικού χριστιανού που αναζητά απαντήσεις όχι στη Γραφή αλλά στον πλατωνισμό, χωρίς ωστόσο να κατορθώσει (ή να ενδιαφερθεί) να ολοκληρώσει μια σύνθεση της χριστιανικής πίστης του με τις πλατωνικές τάσεις της σκέψης του. Σήμερα δύσκολα μπορεί κάποιος να δει τον Ωριγένη απλώς ως φιλόσοφο με χριστιανικό ένδυμα, καθώς έχει αναδειχθεί η μυστική διάσταση του έργου του, ή ειδικά ως πλατωνικό φιλόσοφο, καθώς έχουν καταδειχθεί η αντιπλατωνική στάση του και αρκετές στωικές επιρροές. Θεωρήθηκε ήδη από τον *
Πορφύριο
ότι ο Ωριγένης επηρεάστηκε από τον πλατωνισμό. Τόσο στη θεολογία του, όσο και στην κοσμολογία και στην ανθρωπολογία του υπάρχουν πολλά στοιχεία που παραπέμπουν στον πλατωνισμό (όπως βέβαια και στον στωικισμό): Η φύση και η ενότητα του θείου, η έννοια της πρώτης αρχής, η αντίληψη για τον Λόγο ως θεό και δημιουργό, η οντολογική διαφορά Θεού και κόσμου, η αποδοχή μιας παγκόσμιας πρόνοιας, οι σχέσεις μεταξύ των νοητών ή των νοητών με τα αισθητά, η αθανασία και η προΰπαρξη των ψυχών και η δημιουργία νοητών όντων πριν από τη δημιουργία του αισθητού κόσμου, η στάση προς το σώμα, η ‘αποκατάσταση των πάντων’ στο τέλος της ιστορίας και του κόσμου, όταν όλα βρουν τον δρόμο τους πίσω στην αρχική τους κατάσταση (πρβ. την *ἐπιστροφή των Νεοπλατωνικών• *
Νεοπλατωνισμός
, γλωσσάρι), η θέαση του Θεού. Είναι ερώτημα αν ο Ωριγένης δανείστηκε απλώς από τη φιλοσοφία λέξεις και εικόνες και τις ανανοηματοδότησε σε καινούργια συμφραζόμενα ή αν η χρήση έχει επηρεάσει τον πυρήνα της σκέψης του Αλεξανδρινού. Πάντως, η προοπτική του είναι βιβλική. Ακόμη και ο ασκητισμός του δεν προερχόταν από την πεποίθηση για την κακία της ύλης καθ’ εαυτήν, αλλά από την επιθυμία να εναρμονιστεί η ύλη με τις βλέψεις της ψυχής σε μια κατάσταση μέγιστης ελευθερίας. Το ότι ο Θεός είναι πάντα δημιουργός του κόσμου, σημαίνει ότι ο Θεός πάντα θέλει να δημιουργήσει τον κόσμο (δηλ. δεν συμβαίνει κάποια αλλαγή στο θέλημά του), άρα κόσμος και ψυχές υπήρχαν πάντα ως θελήματα στον νου του Θεού (πρβ. τον θεό του μέσου πλατωνισμού [*
Μεσοπλατωνισμός
] που βλέπει τα παραδείγματα στον νου του και δημιουργεί). Η ψυχή δεν μπορεί να νοηθεί ‘απογυμνωμένη’ από κάθε σώμα, είναι πάντα ενδεδυμένη• το είδος του σώματος είναι κάθε φορά αυτό που απαιτεί ο τόπος στον οποίο υπάρχει η ψυχή. Ο Ωριγένης αρνείται τη μετενσάρκωση και βασικές αρχές του μέσου πλατωνισμού, ότι τα πράγματα ορίζονται κατά το μέτρο της μετοχής τους σε αιώνιες ασώματες ιδέες, ότι ο δημιουργός του κόσμου είναι θεϊκός επειδή μετέχει στο αγαθό, ότι ο σκοπός της ψυχής είναι να θεάται τις ιδέες ώστε να ελευθερωθεί από τη σωματικότητα. Θεωρεί χίμαιρες τις πλατωνικές Ιδέες και σκοπό της σωματικής ζωής όχι την τιμωρία αλλά την άσκηση στην αρετή, ώστε ο κατ’ εικόνα του Θεού άνθρωπος να ολοκληρωθεί με την ομοίωση προς αυτόν. Οι ρητές αναφορές στον Πλάτωνα είναι και αρνητικές και (μετριοπαθώς) θετικές και δείχνουν την απόσταση του Ωριγένη προς τον Πλάτωνα, όπως εξάλλου και προς ολόκληρη την ελληνική φιλοσοφία. Ωστόσο, ακόμη και ένας χριστιανός δεν μπορεί να γίνει κατανοητός έξω από την πνευματική ατμόσφαιρα της πλατωνικής Αλεξάνδρειας του 3ου αιώνα.
2. Ο Ωριγένης παρότι εκπαιδεύτηκε στους ελληνικούς λόγους, εξώκειλε προς τη βαρβαρική αποκοτιά. […] Στον βίο του έζησε χριστιανικά και αντίθετα προς τα παραδεδομένα, στις απόψεις του για τα όντα και το θείο ελλήνιζε και ιδιοποιούνταν τις ελληνικές αντιλήψεις προς όφελος των ξενικών (=χριστιανικών) μύθων. Πάντα βρισκόταν με τον Πλάτωνα και συνδιαλεγόταν με τα συγγράμματα του Νουμηνίου και άλλων λόγιων Πυθαγορείων, χρησιμοποιούσε μάλιστα τα έργα του στωικού Χαιρήμονα και του Κορνούτου, από τα οποία έμαθε την αλληγορική ερμηνεία των ελληνικών μυστηρίων και την εφάρμοσε στις ιουδαϊκές γραφές. (Πορφύριος, στον Ευσέβιο Εκκλησιαστική ιστορία 6.19)
- Marcovich, M. Origenes, Contra Celsum. Leiden, 2001.
- Simonetti, M., Crouzel, H. Origène, Traité des principles. Paris: Sources Chrétiennes, 1978-1984.
- Barbanti, M. P. Origene di Alessandria. Tra Platonismo e sacra scrittura. Catania, 2003.
- Crouzel, H. Origène et la philosophie. Paris, 1962.
- Edwards, M. J. Origen against Plato. Aldershot, 2002.
- Heine, R. Origen: Scholarship in the service of the Church. Oxford, 2010.
- Petersen, W. L. , Kannengiesser, C. eds. Origen of Alexandria: His World and His Legacy. Notre Dame, 1988.
- Markschies, C. Origenes und sein Erbe. Berlin, 2007.
- Nautin, P. Origène: Sa vie et son oeuvre. Paris, 1977.
- Origeniana Decima. Leuven 2011.
- Trigg, J. W. Origen. London, 1998.
- Tzamalikos, P. Origen: Cosmology and Ontology of Time. Leiden, 2006.