Κατηγορία: Φιλοσοφικές θεωρίες
Πλάτων και ποίηση
Η πλατωνική πολεμική εναντίον των ποιητών προσκρούει στο παράδοξο ότι οι διάλογοι του Πλάτωνα μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν ποιητικοί. Ο ίδιος ο φιλόσοφος, άλλωστε, μοιάζει να διεκδικεί τον τίτλο της ποίησης για λογαριασμό του.
Σε αυτόν τον διάλογο αναδεικνύεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο η επικριτική στάση του Πλάτωνα απέναντι στην ποίηση. Η "παλαιά διαμάχη", όπως χαρακτηρίζει ο Πλάτων τη σχέση ανάμεσα στη φιλοσοφία και την ποίηση (607b5–6), φαίνεται πως δεν έχει κανένα ιστορικό παρελθόν, αλλά βρίσκει την αφετηρία της στην πλατωνική πολεμική. Σε αυτήν τη θέση συγκλίνουν οι επικρατέστερες σύγχρονες ερμηνείες. Ήδη από τον Ίωνα ο Πλάτων επιχειρεί να δείξει ότι η ποιητική ικανότητα δεν είναι τέχνη, αφού δεν συνοδεύεται από τη γνώση του αντικειμένου της, αλλά οφείλεται στη θεϊκή επιρροή. Για να κατανοήσουμε τη στάση του Πλάτωνα, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η κριτική στην ποίηση είναι μια κριτική στη μίμηση.
α) Δεύτερο και τρίτο βιβλίο: Ο Πλάτων αποδίδει στη μίμηση το έργο της ομοίωσης με κάποιο πρόσωπο ή αντικείμενο είτε στην όψη είτε στα λόγια. Διακρίνει την ποίηση σε μιμητική και μη μιμητική και απορρίπτει την πρώτη για λόγους που αφορούν τις ηθικές επιπτώσεις της τόσο στον μιμητή όσο και στους αποδέκτες της μίμησης. Η μίμηση που δεν αναπαριστά ορθά το μιμούμενο αντικείμενο εξαπατά τους αποδέκτες της και βλάπτει το σπουδαιότερο μέρος της ψυχής τους. Συγχρόνως, επιζήμια είναι τα ποιήματα που δεν συμβάλλουν στη σωστή ηθική διαπαιδαγώγηση των φυλάκων, όπως όσα περιγράφουν σπουδαίους άνδρες με αντικρουόμενα πάθη και αχαλίνωτες ορμές. Μεγάλους κινδύνους διατρέχουν και οι ίδιοι οι μιμητές, αφού, όταν ερμηνεύουν φαύλους χαρακτήρες, διχάζονται και διακινδυνεύουν την ακεραιότητα του ήθους τους. Έτσι, οι δύο βασικές προϋποθέσεις για την αποδοχή της μιμητικής ποίησης είναι η ορθότητα της μίμησης και η ηθική ωφέλειά της.
β) Δέκατο βιβλίο: Η κριτική της ποίησης αποκτά τώρα ένα έντονα αφοριστικό περιεχόμενο που δεν φαίνεται να δικαιολογείται εύκολα από τα όσα έχουν προηγηθεί στα προηγούμενα βιβλία του διαλόγου. Η διάκριση ανάμεσα στην ωφέλιμη και την επιβλαβή μιμητική ποίηση εγκαταλείπεται και η ποίηση απορρίπτεται συλλήβδην ως εξ ολοκλήρου μιμητική. Στο ίδιο πλαίσιο η μίμηση ορίζεται ως η κατασκευή του ειδώλου ενός αντικειμένου, σαν να στρέφει κανείς έναν καθρέφτη μπροστά από οποιοδήποτε αντικείμενο σχηματίζοντας το είδωλό του. Ο ποιητής παρομοιάζεται με ζωγράφο και η μιμητική δραστηριότητα αναδεικνύεται ως μηχανική απεικονιστική πράξη. Το μίμημα που κατασκευάζει ο ζωγράφος είναι απομίμηση ενός αντικειμένου, το οποίο, με τη σειρά του, μιμείται την Ιδέα στην οποία μετέχει. Η διπλή απόσταση που απέχει το μίμημα του ζωγράφου από την αλήθεια είναι αρκετή για να προβάλει την άγνοια του μιμητή και την επικίνδυνη φύση του έργου του. Αν οι αποδέκτες της μίμησης είναι αδαείς, εύκολα θα εξαπατηθούν και θα πιστέψουν ότι το ψευδές είδωλο είναι αληθινό. Για τον Πλάτωνα η σημαντικότερη επίπτωση της ποίησης είναι ότι διαφθείρει ακόμα και τους αγαθούς ανθρώπους, αφού τους εθίζει σε καταστάσεις ψυχολογικών συγκρούσεων και ηθικού διχασμού, αποδυναμώνοντας το λογιστικό μέρος της ψυχής τους.
Η φιλοσοφία, όμως, που αποκλείει κατηγορηματικά την ποίηση από την ιδεώδη πόλη έχει θεατρική μορφή και χαρακτηρίζεται από ποιητικά στοιχεία.
α) Οι φιλόσοφοι ως ποιητές: Σε ποιο σημείο συναντά η φιλοσοφία την ποίηση και με ποιον τρόπο νομιμοποιείται η πρώτη να υιοθετεί τη μιμητική έκφραση; Στο χωρίο 817a-d των Νόμων οι νομοθέτες της ωραίας πόλης απαγορεύουν στους τραγωδούς να παίζουν τα έργα τους, αφού, όπως λένε, είναι οι ίδιοι ομότεχνοί τους και μάλιστα ποιητές της καλύτερης τραγωδίας: "Ολόκληρη τουλάχιστον η πολιτεία μας αποτελεί μίμηση του πιο ωραίου και πιο ενάρετου βίου κι αυτό είναι βέβαια, κατά τη γνώμη μας, η πιο αυθεντική τραγωδία". Αυτό σημαίνει ότι η ιδανική πολιτεία αποτελεί μίμηση του άριστου βίου και άρα οι νομοθέτες της είναι μιμητές. Σε τι διαφέρει, όμως, το μιμητικό έργο των νομοθετών από αυτό των κοινών ποιητών; Οι νομοθέτες της ωραίας πόλης των Νόμων είναι οι φιλόσοφοι που έχουν το προνόμιο της γνώσης και την ικανότητα της ίδρυσης και της διακυβέρνησης της δίκαιης πόλης. Αφού γνωρίζουν την αλήθεια, τότε η μίμησή τους είναι αληθινή, οντολογικά αποδεκτή και ηθικά ωφέλιμη. Η ποίηση εγκρίνεται μόνο ως φιλοσοφική. Και είναι οι φιλόσοφοι που μπορούν και οφείλουν να παραμερίσουν την ηθικά επικίνδυνη ποίηση.
β) Το ζητούμενο του ορθού ηθικού προτύπου: Η σφοδρή πλατωνική επίθεση στην ποίηση γίνεται κατανοητή, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας την ιστορική πραγματικότητα της εποχής του φιλοσόφου. Η ποίηση, εκείνον τον καιρό, ήταν φορέας ηθικών αξιών. Εξέφραζε έναν τρόπο ζωής και η επιρροή της στην κοινωνία ήταν σημαντική. Απέναντι στην ποίηση δεν υπήρχε η φιλοσοφία ως διακριτό είδος λόγου. Η φιλοσοφία συστήνεται ως τέτοια από τον ίδιο τον Πλάτωνα, ο οποίος την οριοθετεί και την αντιπαραβάλλει με την ποίηση. Το πλατωνικό ιδεώδες περιλαμβάνει έναν τρόπο ζωής που βασίζεται στη γνώση και οδηγείται από τον λόγο. Ο Πλάτων επιτίθεται στην ποίηση που διαστρεβλώνει το αληθές και απειλεί να διαφθείρει την ψυχή, ενισχύοντας τα πάθη και τη συνήθεια στον ψυχολογικό διχασμό. Η πλατωνική φιλοσοφική πρόταση θέτει την τέχνη του μέτρου και του λόγου στον αντίποδα της τύχης, του συμπτωματικού, του αναπόδραστου, του ανεξέλεγκτου και του υπερβολικού. Έτσι, η κριτική στην ποίηση είναι μια κριτική στην παιδεία και το ήθος της εποχής. Η κριτική αυτή συνοδεύεται συγχρόνως από τη φιλοδοξία της πλατωνικής φιλοσοφίας να εκτοπίσει τον αξιακό κώδικα της ποίησης, ώστε να αναλάβει η ίδια τα ηνία της κοινωνικής επιρροής. Ο
Αν, λοιπόν, η κάλλιστη πολιτική ζωή είναι μίμηση του άριστου βίου, τότε ο πιο κατάλληλος τρόπος για να περιγραφεί μέσω του λόγου δεν μπορεί παρά να είναι μιμητικός. Επίσης, η φιλοσοφία είναι για τον Πλάτωνα μια εμπειρία που βιώνεται μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις, στις συνομιλίες της πραγματικής ζωής και πολύ περισσότερο εντός του πολιτικού συστήματος που ο ίδιος προτείνει. Είναι μια εμπειρία που μπορεί να εκφραστεί μέσω του διαλόγου. Έτσι, ο φιλόσοφος είναι αυτός που οικοδομεί και κυβερνά την ωραία πόλη, μιμούμενος το ιδανικό πρότυπο, αλλά και αυτός που την περιγράφει μέσω του μιμητικού φιλοσοφικού λόγου. Ο Πλάτων ως φιλόσοφος διεκδικεί κατ’ αποκλειστικότητα το δικαίωμα στην ποίηση και τα χωρία που μαρτυρούν την ένταση ανάμεσα στα δύο είδη λόγου δεν είναι λίγα. Στο 811d των Νόμων ο Αθηναίος ξένος λέει στον συνομιλητή του πως οι λόγοι που αντάλλαξαν κινήθηκαν από κάποια θεϊκή έμπνευση και μοιάζουν με ποίημα. Στο 61a του Φαίδωνα η φιλοσοφία χαρακτηρίζεται ως η μέγιστη μουσική, ενώ στο 115a του ίδιου διαλόγου ο Σωκράτης παρομοιάζει τον εαυτό του με τραγικό άνδρα. Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η προσπάθεια των δύο συνομιλητών στον Πρωταγόρα να ερμηνεύσουν το ποίημα του Σιμωνίδη. Οι ποικίλες μυθικές αφηγήσεις που ενσωματώνονται στους διαλόγους είναι ένα άλλο τεκμήριο της επικοινωνίας ανάμεσα στην πλατωνική φιλοσοφία και τον ποιητικό λόγο. Έτσι, ο Πλάτων διασώζει το δικό του είδος μίμησης που, εκτός της πολιτικής του σημασίας, αποτελεί βασικό δομικό στοιχείο του οντολογικού του συστήματος. Η μίμηση που μας συστήνει ο φιλόσοφος είναι αυτή που γνωρίζει το αληθές και τρέφει το ανώτατο μέρος της ψυχής, εκπαιδεύοντας σωστά τους πολίτες της πόλης.
- Μοσκόβης, Β. Πλάτων, Νόμοι. Αθήνα, 1988.
- Halliwell, S. The aesthetics of mimesis: Ancient Texts and Modern Problems. Princeton, 2002.
- Mittelstrass, JGriswold, C.L. ed. . Platonic Writings. Platonic Readings. New York, 1998.
- Nightingale, A.W. Genres in dialogue: Plato and the Construct of Philosophy. Cambridge, 1995.